Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ασφόδελος



Ασφόδελος το νεκρολούλουδο των αρχαίων Ελλήνων



Ο Ασφόδελος είναι ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό.

Ανθίζει Φεβρουάριο και Μάρτιο και δίνει μεγάλες ποσότητες γύρη και νέκταρ.
Επειδή ανθίζει πολύ νωρίς δεν μπορούμε να πάρουμε μέλι από ασφόδελο, ενώ δύσκολα μπορούμε να πάρουμε γύρη για τον ίδιο λόγο.
Οι μέλισσες το επισκέπτονται με μεγάλη λαιμαργία, και γεμίζουν την γούσα τους μπόλικο νέκταρ και παίρνουν επίσης μεγάλες ποσότητες κατακόκκινη γύρη.
Αν πάτε λοιπόν στο μελισσοκομείο σας αυτές τις ημέρες και δείτε ότι οι μέλισσες φέρνουν κόκκινη γύρη τότε μην έχετε καμία αμφιβολία ότι δουλεύουν τον ασφόδελο.
Λέγεται ότι αν δουλέψει ο ασφόδελος βοηθάει τα μελίσσια να αναπτυχτούν τόσο πολύ που μετά αυτά εκμεταλλεύονται όλες τις ανθοφορίες της άνοιξης, και καθώς είναι δυνατά μας δίνουν τελικά καλές ποσότητες ανθόμελο στα τέλη της άνοιξης.
Ο ασφόδελος όμως είναι και φυτό με ιστορία, αφού οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι νεκροί κατοικούσαν σε ένα λιβάδι με ασφόδελους…



Φυτό της οικογένειας των λειριοειδών, συχνά στις παραμεσόγειες χώρες. Στην Ελλάδα έχουμε 5 είδη. Η λαϊκή ονομασία του ασφόδελου είναι σφέρδουκλας, ασφόντυλος, σπερδούκλας, καραβούκι, ακαρώνι, άρβηκας, σπουρτούλα σπερδούκλι κ.α
Κατά την μυθολογία αποτελούσε έμβλημα του θεού Διόνυσου. Οι Αρχαίοι Έλληνες το είχαν σαν σύμβολο πένθους και όπως αναφέρει ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» έσπερναν τον ασφόδελο στους τάφους, γιατί νόμιζαν ότι οι ψυχές τρέφονταν με τους κονδύλους τους.
Έλεγαν ακόμα ότι οι πεθαμένοι άνθρωποι κατοικούν στον «Ασφόδελο Λειμώνα», λιβάδι με ασφόδελους που βρίσκεται στον Άδη. Τα λουλούδια του αποτελούσαν πρότυπο λησμονιάς.

Το φυτό φέρει όλα τα φύλλα στη βάση του, γραμμικά όμοια με τους νάρκισσους. Μεταξύ των φύλλων φύεται ένα στέλεχος που τελειώνει στην κορυφή σ' ένα σύνολο βότρυων με άνθη αρκετά εντυπωσιακά κωδωνοειδή – αστεροειδή, λεπτά με έξη πέταλα.
Το μακρύ της στέλεχος όταν είναι στραβό, λένε ότι η χρονιά θα είναι κακή, αντίθετα αν είναι ίσιο η χρονιά θα πάει καλά. Επειδή είναι μαλακό παλιά τα παιδιά κατασκεύαζαν μ' αυτό ανεμόμυλους, που τους αναρτούσαν το καλοκαίρι πάνω στα δώματα.
Οι κατσίκες, λένε οι βοσκοί, όταν φάνε ξερά τα μπουμπούκια της ζαλίζονται πρήσκονται και μπορεί και να πεθάνουν. Με τα φύλλα της γέμιζαν στρώματα, ευτελές υλικό για τους φτωχούς.

Κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί ως συγκολλητική ουσία, για την παρασκευή αλκοόλ αλλά και ως αλοιφή κατάλληλη για κάθε πληγή.
Στον άλλο κόσμο, o Άδης υποδέχεται τις αδύνατες μορφές των πεθαμένων στον “ασφοδελό λειμώνα”, ένα έρημο λιβάδι όπου φυτρώ¬νουν σπερδούκλια.

Σ' αυτό το περιβάλλον ταιριάζει το ωχρό λουλούδι του φυτού.

Σ' ένα από αυτά τα λιβάδια, γεμάτα από ασφόδελους, όπως τα βλέπουμε και σήμερα σε απέραντες εκτάσεις στους λόφους και στις ακτές, συναντήθηκαν και οι ψυχές των ηρώων πού είχαν πέσει στην Τροία (Όμηρος, Όδ. 11.539-24.3).

Τα χειμωνιάτικα γυμνά κοτσάνια του ασφόδελου τα σύγκριναν οι ποιητές με τις στρατιές των ψυχών πού περιφέρονταν στις όχθες του Αχέροντα.

Η δυσάρεστη μυρωδιά του φυτού, μαζί με τ’ άχαρα λουλούδια, ασφαλώς είχαν σχέση με τον ωχρό θάνατο και το λυκόφως του κάτω κόσμου.




Το γεγονός ότι οι ρίζες του φυτού έχουν άμυλο, πού είναι μια θρεπτική τροφή, ίσως να έκαναν τους αρχαίους να πιστεύουν ότι φυτεύοντας ασφόδελους στα νεκροταφεία προσφέρανε στους νεκρούς μια έστω και πενιχρή τροφή στην τελευταία κατοικία τους. Ο ασφόδελος δεν τρώγεται από τα πρόβατα και τις κατσίκες γιατί οι βλαστοί του έχουν μικρές κρυστάλλινες βελόνες. Αυτό εξηγεί τη μεγάλη εξάπλωση του φυτού.
Ο ασφόδελος ο κοίλος, με τα ωραία του άσπρα λουλούδια και τα λεπτά φύλλα, ίσως να είναι το άλλο είδος πού στόλιζε τα Ηλύσια Πεδία, εκείνη τη χώρα των νεκρών στην ήπια δυτική πλευρά της γης, όπου πήγαιναν μόνο οι γιοι των θεών και των ηρώων πού είχαν πέσει σε μάχες.



Στην Ελλάδα συναντάμε πέντε είδη.  Σύμφωνα με το Θεόφραστο οι κόνδυλοι, οι βλαστοί και τα σπέρματα τρώγονται. Κατά τον Όμηρο τα Ηλύσια Πεδία, κατοικία των νεκρών στην Ελληνική μυθολογία, καλύπτονται από ασφόδελους. Τα φύτευαν στους τάφους και συχνά τα συνέδεαν με την Περσεφόνη.

Αυτή η σχέση τους με το θάνατο πιθανόν να οφειλόταν στο γκριζωπό χρώμα των φύλλων του και στα κιτρινωπά άνθη, χρώματα που συμβόλιζαν τη μελαγχολία του κάτω κόσμου και τη χλωμάδα του θανάτου.

Πρόκειται για ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό που λόγο της εποχής που ανθίζει (χειμώνα προς άνοιξη) είναι πολύ χρήσιμο για την ανάπτυξη των σμηνών μας.

Ο ασφόδελος δίνει νέκταρ και γύρη.
Το φυτό φέρει όλα τα φύλλα στη βάση του, γραμμικά όμοια με τους νάρκισσους. Μεταξύ των φύλλων φύεται ένα στέλεχος που τελειώνει στην κορυφή σ' ένα σύνολο βότρυων με άνθη αρκετά εντυπωσιακά κωδωνοειδή – αστεροειδή, λεπτά με έξη πέταλα.
Το μακρύ της στέλεχος όταν είναι στραβό, λένε ότι η χρονιά θα είναι κακή, αντίθετα αν είναι ίσιο η χρονιά θα πάει καλά. Επειδή είναι μαλακό παλιά τα παιδιά κατασκεύαζαν μ' αυτό ανεμόμυλους, που τους αναρτούσαν το καλοκαίρι πάνω στα δώματα.
Οι κατσίκες, λένε οι βοσκοί, όταν φάνε ξερά τα μπουμπούκια της ζαλίζονται πρήσκονται και μπορεί και να πεθάνουν. Με τα φύλλα της γέμιζαν στρώματα, ευτελές υλικό για τους φτωχούς.

Κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί ως συγκολλητική ουσία, για την παρασκευή αλκοόλ αλλά και ως αλοιφή κατάλληλη για κάθε πληγή.
Στον άλλο κόσμο, o Άδης υποδέχεται τις αδύνατες μορφές των πεθαμένων στον “ασφοδελό λειμώνα”, ένα έρημο λιβάδι όπου φυτρώνουν σπερδούκλια.

Σ' αυτό το περιβάλλον ταιριάζει το ωχρό λουλούδι του φυτού.

Σ' ένα από αυτά τα λιβάδια, γεμάτα από ασφόδελους, όπως τα βλέπουμε και σήμερα σε απέραντες εκτάσεις στους λόφους και στις ακτές, συναντήθηκαν και οι ψυχές των ηρώων πού είχαν πέσει στην Τροία (Όμηρος, Όδ. 11.539-24.3).

Τα χειμωνιάτικα γυμνά κοτσάνια του ασφόδελου τα σύγκριναν οι ποιητές με τις στρατιές των ψυχών πού περιφέρονταν στις όχθες του Αχέροντα.

Η δυσάρεστη μυρωδιά του φυτού, μαζί με τ’ άχαρα λουλούδια, ασφαλώς είχαν σχέση με τον ωχρό θάνατο και το λυκόφως του κάτω κόσμου.


Σύμφωνα με το Θεόφραστο οι κόνδυλοι, οι βλαστοί και τα σπέρματα τρώγονται. Κατά τον Όμηρο τα Ηλύσια Πεδία, κατοικία των νεκρών στην Ελληνική μυθολογία, καλύπτονται από ασφόδελους. Τα φύτευαν στους τάφους και συχνά τα συνέδεαν με την Περσεφόνη.
Αυτή η σχέση τους με το θάνατο πιθανόν να οφειλόταν στο γκριζωπό χρώμα των φύλλων του και στα κιτρινωπά άνθη, χρώματα που συμβόλιζαν τη μελαγχολία του κάτω κόσμου και τη χλωμάδα του θανάτου.

Πρόκειται για ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό που λόγο της εποχής που ανθίζει (χειμώνα προς άνοιξη) είναι πολύ χρήσιμο για την ανάπτυξη των σμηνών μας.
Ο ασφόδελος δίνει νέκταρ και γύρη.
Πηγή: melissocosmos

Επικονιαση

Επικονίαση
Επικονίαση ονομάζεται η μεταφορά γύρης από τους ανθήρες ενός άνθους στο στίγμα του ίδιου ή άλλου άνθους του ίδιου είδους φυτού. Στην συνέχεια συντελείται η εκβλάστηση του γυρεόκοκου, η γονομοποίηση του άνθους και η ανάπτυξη του καρπού. Κάποια φυτά γονιμοποιούνται από γύρη που προέρχεται από φυτό του ίδιου είδους και ποικιλίας (αυτοεπικονιαζόμενα) και κάποια άλλα από γύρη που προέρχεται από φυτό του ίδιου είδους αλλά διαφορετικής ποικιλίας (σταυροεπικονιαζόμενα). Επιπλέον τα φυτά διακρίνονται σε ανεμόφιλα, εντομόφιλα και ζωόφιλα ανάλογα με το μέσο μεταφοράς της γύρης. Εδώ εισέρχεται ο ρόλος της μέλισσας που βοηθάει να γίνει η επικονίαση. Ειδικά στα σταυροεπικονιαζόμενα φυτά από τα οποία τα περισσότερα είναι και εντομόφιλα, η δημιουργία μιας σχέσης εξάρτησης μεταξύ εντόμων και φυτών είναι η πεμπτουσία της σοφίας της φύσης όσον αφορά την αναγέννησή της. Τα έντομα τρέφονται από την γύρη των ανθών και ταυτόχρονα βοηθούν στην γονιμοποίησή τους. Την ίδια στιγμή τα φυτά, "επιτρέπουν" στα έντομα να τραφούν από αυτά, με "αντάλλαγμα" την βοήθεια των εντόμων στην αναπαραγωγική διαδικασία και κατ' επέκταση στην διαιώνιση του είδους.
ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΝΙΑΣΗ
  Η συμβολή των μελισσών στο περιβάλλον και στον άνθρωπο, δεν περιορίζεται μόνο στα πολύ ωφέλιμα προιόντα που παράγουν, αλλά και στην αναπαραγωγική διαδικασία των φυτών (επικονίαση) όπως προαναφέραμε. Οι μέλισσες έχουν ενεργό ρόλο στην γονιμοποίηση των φυτών, καθώς δρουν ως μηχανικοί μεταφορείς της γύρης. Την σημαντική λοιπόν εποχή της ανθοφορίας , οι μέλισσες προκειμένου να τραφούν, πλάθουν την γύρη και την μεταφέρουν με τα πίσω πόδια τους στην κυψέλη . Πετώντας από άνθος σε άνθος, βοηθούν στην επικονίαση των φυτών, μεταφέροντας ασυναίσθητα την γύρη από τους ανθήρες στο στίγμα του άνθους. Χαρακτηριστικό είναι ότι βοηθούν στην επικονίαση του 60 με 70 % των φυτικών ειδών. Η χρησιμότητα των μελισσών στην επικονίαση είναι μάλιστα και πολύ μεγαλύτερη από την παραγωγή μελιού, αφού μια μέτρια αποικία μελισσών υπολογίζεται ότι έχει 20 με 40 φορες μεγαλύτερη αξία για την επικονίαση που επιτελούν τα μελισσοσμήνη, παρά για την παραγωγή του μελιού. Μελέτη που διεξήχθη από δύο ιδρύματα της Γαλλίας και της Γερμανίας, αναφέρει ότι η επικονίαση που συντελείται από τα έντομα, αντιστοιχεί στο 9,5 % της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι μέλισσες αποτελούν το 80% περίπου των επικονιαστικών εντόμων, τότε εύκολα καταλαβαίνουμε την σημαντική προσφορά τους στο φυτικό και ζωικό περιβάλλον καθώς και τα φυτά που αναπτύσονται κατ' επέκταση, αποτελούν  τροφή για τα ζώα και τον άνθρωπο, παράγουν οξυγόνο, εμποδίζουν την διάβρωση του εδάφους κτλ. Την σημερινή εποχή που παρατηρείται μείωση του πληθυσμού των φυτών παγκοσμίως λόγω πυρκαγιών, δόμησης και άλλων αρνητικών συνεπειών της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο επικονιαστικός ρόλος της μέλισσας είναι πλέον ζωτικής σημασίας. Χαρακτηριστικό είναι το ότι ο Αλβέρτος Αινστάιν είχε πει ότι "αν κάποτε οι μέλισσες εκλείψουν, το ανθρώπινο είδος δεν θα αργήσει να τις ακολουθήσει". Με την μείωση πάλι των μελισσοσμηνών παγκοσμίως (πυρκαγιές, φυτοφάρμακα) και ιδιαίτερα στις Η.Π.Α, η αύξηση των τιμών των προιόντων κυψέλης αλλά των γεωργικών που θα έρθει ως φυσικό επακόλουθο, θα ωχριά απέναντι στο πρόβλημα της μειωμένης επικονιαστικής δραστηριότητας. Κάτι που πρέπει να κάνει τους αρμόδιους φορείς παγκοσμίως να σκύψουν με υπευθυνότητα πάνω από το πρόβλημα. Ήδη σε πολλές χώρες οι καλλιεργητές καταφεύγουν στην ενοικίαση μελισσιών, προκειμένου να πετύχουν ικανοποιητική επικονίαση και να αυξήσουν την παραγωγή τους, αφού α) οι μέλισσες επισκέπτονται πάνω από 300 είδη καλλιεργούμενων φυτών, β) αναπτύσονται σε μεγάλους πληθυσμούς, δραστήριους σε όλη σχεδόν την διάρκεια του έτους, γ) έχουν ανθική σταθερότητα, επικονιάζουν δηλαδή ένα είδος φυτού σε κάθε ταξίδι τους. Μια πιο προσεγμένη χρησιμοποίηση των μελισσών για επικονιαστικό σκοπό στο περιβάλλον γενικότερα και όχι μόνο στις καλλιέργειες, θα είχε σημαντικά ωφέλη στην φύση και στον άνθρωπο. Είναι ένα έντομο που ήδη το έχουμε μελετήσει και το χρησιμοποιούμε, μπορούμε να το μεταφέρουμε σε μεγάλους αριθμούς και να επωφεληθούμε και από την επικονιαστική του δραστηριότητα και από τα πολύ ωφέλιμα προιόντα που αυτό παράγει. 
                                                                                                                   Απο melissokomia.com

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Μελισσοτροφικά φυτά

    ΛΑΤΙΝΙΚΑ        -        ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ        ||        ΟΝΟΜΑΣΙΑ
  1. Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή. Apium Graveolens - Σέλινο
  2. Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή. Cuminum Cyminum - Κύμινο
  3. Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή. Foeniculum Vulgare - Μάραθος
  4. Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή. Petroselinum Sativum - Μαϊντανός
  5. Asteraceae (Compositae), σύνθετα. Cichorium Intybus L. - Ραδίκι
  6. Asteraceae (Compositae), σύνθετα. Inula Viscosa (L) Ait. - Ινουλα
  7. Asteraceae (Compositae), σύνθετα. Matricaria Chamomilla L. - Χαμομήλι
  8. Asteraceae ( Compositae), σύνθετα. Silybum Marianum (L) Gaertn. - Γαϊδουράγκαθο
  9. Asteraceae (Compositae), σύνθετα. Tanacetum Vulgare I. - Τανακητο
  10. Boraginaceae, βοραγινίδη. Anchusa Officinalis L. - Αγχουσα
  11. Boraginaceae, βοραγινίδη. Borago Officinalis L. - Βοραγο
  12. Boraginaceae, βοραγινίδη. Cynoglossum Officinale L. - Κυνογλωσσο
  13. Boraginaceae, βοραγινίδη Heliotropium Europaeum L. - Ηλιοτρόπιο
  14. Brassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή. Matricaria Chamomilla L. - Λουναρια
  15. Βrassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή. Sinapis Alba L. - Σινάπι
  16. Capparidaceae, καππαριδίδη. Capparis Spinosa L. - Κάππαρη
  17. Caprifoliaceae, καπριοφολιίδη. Lonicera Etrusca Savi. - Αγιόκλημα
  18. Cistaceae, κιστίδη. Cistus Creticus Boiss. - Κιστος Ο Κρητικός
  19. Cistaceae, κιστίδη. Cistus Monspeliensis L. - Κιστος Ο Μονοσπελιανός
  20. Convolvulaceae, κονβολβουλίδη. Convolvulus Arvensis L. - Περικοκλάδα
  21. Cornaceae Cornus Mas - Κρανιά
  22. Curcubitaceae Curcubita Pepo - Κολοκυθιά
  23. Ericaceae Arbutus Unedo - Κουμαρια
  24. Ericaceae Erica Arborea L. - Ερείκη Η Δενδρώδης
  25. Ericaceae Erica Verticillata Forsk - Ερείκη Η Δεσμανθής
  26. Euphorbiaceae, ευφορβιίδη. Euphorbia Seguierana Neck. - Ευφορβια
  27. Fabaceae (Papilionaceae), ψυχανθή. Spartium Junceum L. - Σπαρτό
  28. Fabaceae (Papilionaceae), ψυχανθή. Vicia Fava - Κουκιά
  29. Fagaceae Castanea sativa Miller - Καστανιά Η Εδώδιμη
  30. Fagaceae Quercus Pubescens - Βελανιδιά
  31. Gramimeae Dactylis Glomerata - Δακτυλιδα
  32. Hydrophyllaceae Phacelia Tanacetifolia - Φακελωτη
  33. Iridaceae, ιριδίδη. Crocus Sativus L. - Κρόκος
  34. Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή. Althaea Officinalis L. - Αλθαία
  35. Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή. Ballota Acetabulosa Benth. - Βαλλωτη Η Κρατηροειδής
  36. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Calamintha Suaneolens Boiss. - Καλαμινθα
  37. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Hyssopus Officinalis L. - Υσσωπος
  38. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή Lavandula Hybrida Rev., Lavandin - Λεβάντα Υβρίδιο
  39. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή Lavandula Stoechas L. - Λεβάντα Η Στοιχάς
  40. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή Lavandula Vera L. - Λεβάντα Η Γνήσια
  41. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Marrubium Vulgare L. - Μαρουβιο
  42. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Mellisa Officinalis L. - Μελισσοχορτο
  43. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Mentha Longifolia Huds. - Μέντα Η Μακρόφυλλη
  44. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Mentha Piperita L. - Μέντα Η Πιπερώδης
  45. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Mentha Pulegium L. - Μέντα Η Πουλέγιος
  46. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή Mentha Rotundifolia Huds. - Μέντα Η Στρογγυλόφυλλη
  47. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Micromeria Juliana Benth - Μικρομερια
  48. Lamiaceae ( Labiatae ) , χειλανθή. Ocimum Basilicum L. - Βασιλικός
  49. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Origanum Dictamus L. - Δικταμος
  50. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Origanum Heracleoticum L. - Ρίγανη
  51. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Origanum Majorana hortensis Moench. - Μαντζουράνα
  52. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Origanum Onites L. - Ρίγανη Η Νησιώτικη
  53. Lamiaceae (Labiatac), χειλανθή Rosmarinus Officinalis L. - Δενδρολίβανο
  54. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Salvia Officinalis L. - Φασκόμηλο
  55. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Salvia Pomifera L. - Σαλβια Η Μηλοφόρος
    ΛΑΤΙΝΙΚΑ        -        ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ        ||        ΟΝΟΜΑΣΙΑ
  1. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Salvia Pratensis L. - Σαλβια Η Λιβαδική
  2. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Salvia Sclarea L. - Σαλβια Η Ερυθρανθής
  3. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Salvia Triloba L. - Σαλβια Η Τρίλοβη
  4. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Sideritis Scardica Gris. - Τσάι Του Βουνού
  5. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Stachys Germanica L. - Σταχυς
  6. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Teucrium Polium L. - Τευκριο
  7. Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή. Thymus Sibthorpii Benth. - Θυμάρι
  8. Lauraceae, δαφνώδη. Laurus Nobilis L. - Δάφνη Του Απόλλωνα
  9. Leguminosae. Acacia Dealbata - Ακακία
  10. Leguminosae. Ceratonia siliqua L. - Χαρουπιά
  11. Leguminosae. Cercis Siliquastrum - Κουτσουπια
  12. Leguminosae. Gleditsia Triaconthos - Γκλεντιτσια
  13. Leguminosae. Μedicago Sativa - Μηδική
  14. Leguminosae. Robinia Pseudoacacia - Ψευδακακια
  15. Leguminosae. Sophora Japonica. - Σοφορα Ιαπωνική
  16. Leguminosae. Trifolium Pratense - Τριφύλλι Κόκκινο
  17. Leguminosae. Trifolium Repens - Τριφύλλι Άσπρο
  18. Liliaceae, λιλιίδη. Allium Capa - Κρεμμύδι
  19. Liliaceae, λιλιίδη. Asphodelus Luteus L. - Ασφόδελος
  20. Liliaceae, λιλιίδη. Lilium Candidum L. - Κρίνος
  21. Malvaceae, μαλβίδη. Lavatera Lavatera - Δενδρομολόχα
  22. Malvaceae, μαλβίδη. Malva Sylvestis L. - Μολόχα
  23. Myrtaceae, μυρτίδη Eucalyptus Globulus Lab. - Ευκάλυπτος
  24. Oenotheraceae, οινοθηρίδη. Oenothena Biennis - Οινοθηρα
  25. Oleraceae, ελαιίδη. Jasminum Gradiflorum L. - Γιασεμί
  26. Oleraceae, ελαιίδη. Syringa Vulgaris L. - Σύριγγα
  27. Papaveraceae, παπαβερίδη. Papaver Rhoeas L. - Μηκών Η Ροιάς
  28. Pedaliaceae Sesamum Indicum - Σουσάμι
  29. Pinaceae Pinus Brutia - Τραχεία Πεύκη
  30. Pinaceae Pinus Halepensis - Χαλέπιος Πεύκη
  31. Pinaceae Pinus Nigra - Μαύρη Πεύκη
  32. Poaceae , Graminae Zea Mais - Αραβόσιτος
  33. Ranunculaceae, βατραχίδη. Anemone Ηοrtensis - Ανεμώνη
  34. Ranunculaceae, βατραχίδη. Clematis Flammula L. - Κλημάτις Η Φλογώδης
  35. Ranunculaceae, βατραχίδη. Nigella Damascena L. - Νιγελλα
  36. Resedaceae, ρεζεντίδη. Reseda Lutea L. - Ρεζεντα
  37. Rhamnaceae Paliurus Spina-Christi Mill. - Παλιούρι
  38. Rosaceae, ροδώδη. Amygdalus communis L. - Αμυγδαλιά
  39. Rosaceae, ροδώδη. Armeniaca vulgaris Lam. - Βερικοκιά
  40. Rosaceae, ροδώδη. Cerasus avium (L.) Moench - Κερασιά Η Γλυκόκαρπη
  41. Rosaceae, ροδώδη. Cerasus vulgaris Miller - Βυσσινιά
  42. Rosaceae, ροδώδη. Malus Sylvestris Miller - Μηλιά Η Οικιακή
  43. Rosaceae, ροδώδη. Persica vulgaris Miller - Ροδακινιά
  44. Rosaceae, ροδώδη. Prunus domestica L. - Δαμασκηνιά Η Οικιακή, Προύνος
  45. Rosaceae, ροδώδη. Rosa Centifolia L. - Τριανταφυλλιά Η Εκατόφυλλη
  46. Rosaceae, ροδώδη. Rosa Damascena Mill. - Τριανταφυλλιά Η Δαμασκηνή
  47. Rosaceae, ροδώδη. Rosa Francofurtana Var. Agatha Th. - Τριανταφυλλιά Η Ελληνική
  48. Rosaceae, ροδώδη. Rubus sanctus Schreber aggr. - Βατόμουρο
  49. Rutaceae (Aurantiaceae), ρουτίδη. Citrus Sp., Fortunella Sp., Poncirus Sp. - Εσπεριδοειδή
  50. Salicaceae Salix caprea L. - Ιτιά Η Αίγειος
  51. Scrophulariaceae Vercasum Thapsus - Φλόμος
  52. Solanaceae Nikotiana tabacum - Καπνός
  53. Tiliaceae, τιλιίδη. Tilia Cordata Mill. - Τίλιο
  54. Umbelliferae Pimpinella Communis - Γλυκάνισος
  55. Valerianaceae, βαλεριανίδη. Valeriana Officinalis L. - Βαλεριάνα
  56. Verbenaceae, βερβενίδη. Verbena Officinalis L. - Βερβενα
  57. Verbenaceae, βερβενίδη. Vitex agnus-castus L., - Λυγαριά
  58. Vitaceae (Ampelidaceae) Vitis Vinifera - Αμπέλι

  • 3.2 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ
    (ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ - ΓΕΝΗ – ΕΙΔΗ - ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ)

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή
    ΣΕΛΙΝΟΣΕΛΙΝΟ
    Όνομα : Apium graveolens L., άπιο το βαρύοσμο, αγριοσέλινο.
    Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα, που το είχαν ως σύμβολο του πένθους. Ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης το ονόμαζαν ελειοσέλινο, ενώ ο Όμηρος ελεόθρεπτο. Στους αγώνες των Νεμέων στεφάνωναν τους νικητές με σέλινο.
    Περιγραφή : Είναι διετές πόα. Έχει βλαστό λείο, κοίλο, αυλακωτό ή γωνιώδη, πολύκλαδο, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα φτεροειδή λεία και άνθη μικρά, άσπρα σε μασχαλιαία ή ακραία σκιάδια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε έλη και αλμυρά εδάφη σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ενώ καλλιεργείται σχεδόν παντού. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτρια – πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Ως εδώδιμο συλλέγεται το υπέργειο τμήμα όλο το χρόνο, ενώ τα σπέρματα όταν ωριμάσουν καλά.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, εδώδιμο και μελισσοτροφικό. Οι βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται ωμοί ή μαγειρευμένοι και θεωρούνται αντιπυρετικοί, εμμηναγωγοί, εκτρωτικοί, τονωτικοί, διουρητικοί, αντιρρευματικοί, αντιαρθριτικοί, ευστόμαχοι και αποχρεμπτικοί. Εξάλλου τα σπέρματα θεωρούνται φυσητικά και καταπραϋντικά των νεύρων.

    TOP

    ΚΥΜΙΝΟΚΥΜΙΝΟ
    Όνομα : Cuminum cyminum L., κύμινο.
    Οικογένεια : Apiaceae, (Umbelliferae), σκιαδανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος, ο Διοσκουρίδης κ.α. Επίσης αναφέρεται στη Βίβλο. Ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών απ' όπου διαδόθηκε στην Ασία (Ινδία κλπ.) όπου επίσης καλλιεργείται από αρχαιοτήτων χρόνων.
    Περιγραφή : Είναι φυτό μονοετές. Έχει βλαστό όρθιο, ύψους 30-40 εκατ., φύλλα σχισμένα με νηματοειδή τμήματα, και άνθη άσπρα ή ροζ σε επάκρια σκιάδα. Ο καρπός του είναι προμήκης, αυγοειδής, μήκους 5-6 χιλιοστών, με ιδιάζουσα οσμή και γεύση ελαφρώς πικρή – αρωματική.
    Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στην Ελλάδα, ενώ καλλιεργείται σε μικρή έκταση στη Χίο. Ευδοκιμεί σε περιοχές με πολύ ήπιο κλίμα και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά, στραγγερά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ' ευθείας στο χωράφι την άνοιξη στα «πεταχτά» ή σε γραμμές που απέχουν 40-50 εκατ.. Άνθηση : Ιούνιος.
    Συλλογή : Οι καρποί όταν τα φυτά αρχίζουν να ξηραίνονται και αυτοί παίρνουν γκριζοπράσινο χρώμα.

    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, αρτυματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται ως άρτυμα που καταναλίσκονται σε μεγάλες ποσότητες ιδίως στις ασιατικές χώρες. Επίσης θεωρούνται ευστόμαχοι, αντιδιαρροϊκοί και αντιδυσεντερικοί. Το αιθέριο έλαιο από τους καρπούς χρησιμοποιείται σπανίως στην αρωματοποιία

    TOP

    ΜΑΡΑΘΟΣΜΑΡΑΘΟΣ
    Όνομα : Foeniculum vulgare Mill., φοινίκουλο το κοινό, μάραθο, μάλαθρο και λανθασμένα γλυκάνισος.
    Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Κατά μία εκδοχή ο Μαραθώνας πήρε το όνομά του από το μάραθο που υπήρχε σε αφθονία εκεί κατά την αρχαία εποχή. Από την εποχή του Ιπποκράτη οι καρποί του χρησιμοποιούνται ως ορεκτικοί, διουρητικοί, αντιπυρετικοί κλπ..
    Περιγραφή : Είναι μονοετές, διετές ή πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, πολύκλαδο, λείο, ύψους 1-1,5 μ., φύλλα λεία, τριπλά ή πολλαπλά φτεροσχιδή και άνθη μικρά κίτρινα, σε ακραία σκιάδια. Ο καρπός (μαραθόσπορος) έχει χρώμα κιτρινωπό, πράσινο ή γκριζοπράσινο.
    Οικολογία : Ο πολυετής μάραθος αυτοφύεται σε ακαλλιέργητα μέρη και κατά μήκος των δρόμων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο απ' ευθείας στο χωράφι σε γραμμές που απέχουν 40-60 εκατ. Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
    Συλλογή : Οι καρποί όταν ωριμάσουν και πάρουν χρώμα γκριζοπράσινο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται στην αρτοποιία και στην Παρασκευή του ούζου και τσίπουρου, ενώ θεωρούνται διουρητικοί, αποχρεμπτικοί, αντισπασμωδικοί, αεραγωγοί, ορεκτικοί, γαλακτογόνοι, αντιβηχικοί, αντιβρογχητικοί και ευκοίλιοι.


    TOP

    ΜΑΪΝΤΑΝΟΣΜΑΪΝΤΑΝΟΣ
    Όνομα : Petroselinum sativum Hoffm., πετροσέλινο το εδώδιμο, μακεδονίσι, περσέμολο, μυρωδιά, κοντουμέντο.
    Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος το ονόμαζε ορεισέλινο και ο Διοσκουρίδης πετροσέλινο και το συνιστούσε μόνο ως φαρμακευτικό.
    Περιγραφή : Είναι διετής πόα. Έχει βλαστό λείο, γραμμωτό κατά μήκος, πολύκλαδο, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα τα κατώτερα 2-3 φτεροσχιδή, σε αυγοειδή τμήματα, σφηνοειδή τρισχιδή, οδοντωτά, ενώ τα ανώτερα τρισχιδή με ακέραια τμήματα, γραμμοειδή – λογχοειδή και άνθη πρασινοκίτρινα, σε μακρόποδα σκιάδια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη μέρη στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη, ενώ καλλιεργείται σε μικροεκτάσεις ή σε κήπους σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα όλο το χρόνο, ενώ οι ρίζες το φθινόπωρο και οι καρποί όταν ωριμάσουν καλά.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα θεωρούνται χολαγωγά και διουρητικά, ενώ οι καρποί και προπαντός οι ρίζες επίσης διουρητικές και ορεκτικές.

    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Asteraceae ( Compositae), σύνθετα
    ΡΑΔΙΚΙΡΑΔΙΚΙ
    Όνομα : Cichorium intybus L., κιχώριον το ίντυβο, πικραλίδα, πίκρα, πικροκόλλα, ποκρομάρουλο, πικρορράδικο, αροδίκι, παπαδούλια, κιχώρι.
    Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος ως κιχόρη ή κιχόριο και ο Διοσκουρίδης ως ήμερο σέρι. Ο Γαληνός το χαρακτήριζε ως φίλο του ήπατος και του στομαχιού.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, σκληρό, ύψους 80-100 εκατ., φύλλα τα κατώτερα φτεροσχιδή, τα υπόλοιπα λογχοειδή περίβλαστα και άνθη κυανά, ανά 2-3 σε ακραία κεφάλια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
    Άνθηση : Ιούλιος - Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Τα φύλλα σ΄ όλη τη βλαστική περίοδο και οι ρίζες το φθινόπωρο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα του τρώγονται βρασμένα, η δε ρίζα του όταν καβουρντιστεί είναι ένα από τα καλύτερα υποκατάστατα του καφέ. Ολόκληρο το φυτό θεωρείται αντιπυρετικό, τονωτικό, ορεκτικό, ευστόμαχο, ηπατικό, χολαγωγό, διουρητικό, εφιδρωτικό, ανθελμινθικό, καθαρτικό, καταπραϋντικό και αντιδιαβητικό.

    TOP

    ΙΝΟΥΛΑΙΝΟΥΛΑ
    Όνομα : Inula viscosa (L) Ait., ίνουλα η ιξώδης, κόνυζα, νεροκόνυζος, νεροκολλησιά, κόντζα, ήμερη σκουντζιά, γκρουζιά, ψυλλίστρα, ψυλλήθρα, στρογγυλόχορτο.
    Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την κόνυζα την αρσενική του Θεόφραστου και την κόνυζα τη μεγάλη του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, κολλώδη, εύοσμο, ύψους 40-100 εκ., φύλλα λογχοειδή, ακέραια, οδοντωτά, ημιπερίβλαστα και άνθη κίτρινα σε ακραία κεφάλια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και κατά μήκος των δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ..
    Άνθηση : Αύγουστος – Οκτώβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, ενώ οι ρίζες το φθινόπωρο από φυτά ηλικίας τουλάχιστον 3 χρόνων.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα του θεωρείται εντομοκτόνο, μαλακτικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και εμμηναγωγό.


    TOP

     ΧΑΜΟΜΗΛΙΧΑΜΟΜΗΛΙ
    Όνομα : Matricaria chamomilla L., ματρικάρια το χαμόμηλο, χαμαίμηλο, χαμομήλι, χαμόμηλο, χαμομηλιά, χαμομάθαις, ασπρολούλουδο, παναϊρίτσα, μαρτολούλουδο, λουλούδι τα' Αη-Γιώργη.
    Οικογένεια : Asteraceae, (Cimpositae), σύνθετα.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης το συνιστούσε ως εμμηναγωγό και κατά της υστερίας, ενώ ο Διοσκουρίδης το θεωρούσε αντιπυρετικό, παυσίπονο, διαλυτικό και επίσης εμμηναγωγό.
    Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό λείο, πολύκλαδο, όρθιο, ύψους 10-35 εκατ., φύλλα δις ή τρις φτεροσχιδή και άνθη ασπροκίτρινα, σε ακραία κεφάλια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργούμενα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια φτωχά -μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ΄ ευθείας στο χωράφι στα πεταχτά ή σε γραμμές που απέχουν 40-50 εκατ.
    Άνθηση : Απρίλιος - Ιούνιος.
    Συλλογή : Τα άνθη όταν ανοίξουν καλά.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Απ΄ τα άνθη του παρασκευάζεται ένα από τα καλύτερα ευστόμαχα αφεψήματα γιατί περιέχει χαμαζουλένιο που έχει αντοφλογιστικές ιδιότητες. Τα άνθη θεωρούνται επίσης αντιπυρετικά, ευκοίλια, χολαγωγά, αεραγωγά, ανθιλμινθικά, ορεκτικά, σιελογόνα, εμμηναγωγά, σπασμολυτικά, αντιαλεργικά, επουλωτικά και καταπραϋντικά των νεύρων.

    TOP

     ΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΟΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΟ
    Όνομα : Silybum marianum (L) Gaertn., σίλυβο το μαριανό, κουφάγκαθο, αγκάβατος.
    Οικογένεια : Asteraceae ( Compositae), σύνθετα.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για τη λευκάκανθα του Θεόφραστου και το σίλυβο του Διοσκουρίδη. Κατά μία εκδοχή ονομάστηκε μαριανό, γιατί οι άσπρες κηλίδες των φύλλων προέκυψαν από τις σταγόνες γάλακτος της Παρθένου Μαρίας που έπεσαν σ' αυτά.
    Περιγραφή : Είναι μονοετές ή διετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, λείο, πολύκλαδο, ύψους 60-120 εκατ., φύλλα μεγάλα με άσπρες κηλίδες στην επάνω επιφάνεια, επιφυή, δίλοβα, αγκαθωτά και άνθη κοκκινοϊώδη, μονήρη, σε ακραία κεφάλια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και στις άκρες των δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ' ευθείας στο χωράφι την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση και τα σπέρματα όταν ωριμάσουν καλά.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και εδώδιμο. Οι τρυφεροί ανθοφόροι βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται μαγειρευμένοι ή ωμοί και θεωρούνται διουρητικοί, χολαγωγοί και τονωτικοί. Εξάλλου τα σπέρματα θεωρούνται αντικτερικά, αντιχολολιθικά, αντιβηχικά και αντιηπατικά.

    TOP

    ΤΑΝΑΚΗΤΟΤΑΝΑΚΗΤΟ
    Όνομα : Tanacetum vulgare I., τανάκητο το κοινό, αθανασία.
    Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα με το σημερινό κοινό όνομα αθανασία.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, ύψους 60-1,20 εκατ., φύλλα λεία, ανταυγοειδή, φτεροσχιδή και άνθη κίτρινα, σε ακραία κεφάλια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε δροσερούς θαμνότοπους και κατά μήκος ποταμιών και ρυακιών, σ΄ όλο, από τη Θεσσαλία και πάνω τμήμα της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά υγρά, ή ποτιστικά μέτριας γονιμότητας.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
    Άνθηση : Ιούλιος - Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται τονωτικό, ανθυστερικό, ανθελμινθικό, ευστόμαχο, αντιρευματικό και ανθυδρωπικιακό.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Boraginaceae, βοραγινίδη
    ΑΓΧΟΥΣΑΑΓΧΟΥΣΑ
    Όνομα : Anchusa officinalis L., άγχουσα η φαρμακευτική, βοϊδόγλωσσα, σκυλόγλωσσα.
    Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ΄την αρχαιότητα. Το χρησιμοποιούσαν, ο Διοσκουρίδης στο κρασί που το έκανε «ευφρόσυνο», ο Πλίνιος στη βαφική και ο Γαληνός στα καλλυντικά.
    Περιγραφή : Είναι διετής πόα. Έχει βλαστό πολύκλαδο, όρθιο, χνουδωτό, ύψους 50-70 εκατ., φύλλα προμήκη, λογχοειδή, χνουδωτά και άνθη κυανά ή ιώδη, σε αραιούς βόστρυχους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε λιβάδια και χέρσα μέρη της βόρειας Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές, αλλά και πεδινές περιοχές και σε χωράφια προσηλιακά, μέτριας γονιμότητατας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Μ ε σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, ενώ η ρίζα το φθινόπωρο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, εδώδιμο, βαφικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα του θεωρείται διουρητικό, επουλωτικό, αποχρεμπτικό και μαλακτικό. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία του στομαχικού έλκους, της νευρικής υπερεντάσεως και της μελαγχολίας. Η ρίζα έχει βαφικές ιδιότητες ( κόκκινο χρώμα ), ενώ τα τρυφερά φύλλα και νεαροί βλαστοί είναι εδώδιμοι.

    TOP

     ΒΟΡΑΓΟΒΟΡΑΓΟ
    Όνομα : Borago officinalis L., βοράγο το φαρμακευτικό, μπουράντζα, μπουράτσινο, βορατσίνο, αρμπέτα.
    Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που το χρησιμοποιούσαν κυρίως εναντίον της μελαγχολίας.
    Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πολύκλαδο, με αραιές τρίχες, ύψους 30-50 εκατ., φύλλα αυγοειδή, τριχωτά, περίβλαστα και άνθη κυανά, σε ακραίους βόστρυχους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε πλούσια καλλιεργούμενα ή χέρσα χωράφια σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη, σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
    Άνθηση : Μάιος – Σεπτέμβριος.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι νεαροί βλαστοί και τα τρυφερά φύλλα είναι εδώδιμα. Το υπέργειο τμήμα του φυτού θεωρείται μαλακτικό, διουρητικό, εφιδρωτικό, αντιπυρετικό, χολαγωγό, αντικαταρροϊκό, τονωτικό, αντιρευματικό, καθαρτικό, γαλακτογόνο, αντιφλογιστικό και υπνωτικό.



    TOP

    ΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟ
    Όνομα : Cynoglossum officinale L., κυνόγλωσσο το φαρμακευτικό, σκυλόγλωσσα, σκυλόλακα, γοργόγιανο.
    Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που το θεωρούσαν ως ναρκωτικό και δηλητηριώδες. Πιθανόν να πρόκειται για το κυνόγλωσσο του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι διετές φυτό. Έχει βλαστό ισχυρό, πολύκλαδο, τριχωτό, τεφρωπό, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα χνουδωτά – τεφρωπά, τα κατώτερα μεγάλα, αυγοειδή – προμήκη που στενεύουν προς το μίσχο και τα ανώτερα λογχοειδή, ημιπερίβλαστα και άνθη ερυθρωπά, σε βότρεις.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε ακαλλιέργητα μέρη και κατά μήκος δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση και οι ρίζες το φθινόπωρο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται μαλακτικό και αντιδιαρροϊκό, η ρίζα καταπραϋντική και ναρκωτική και τα σπέρματα τοξικά.


    TOP

     ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
    Όνομα : Heliotropium europaeum L., ηλιοτρόπιο το ευρωπαϊκό, μπαμπακίτης, μπαμπακίτσα, λιόδρομο, λιοστρόφι.
    Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το ηλιοτρόπιο του Θεόφραστου και το ηλιοτρόπιο το μέγα του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πλαγιόκλαδο και πολύκλαδο, χνουδωτό, αυγοειδή ή ελλειψοειδή, ασπροπράσινα και άνθη άσπρα ή ασπροϊώδη σε πυκνούς βοστρύχους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργούμενα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορεία. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό.. Το υπέργειο τμήμα και οι σπόροι θεωρούνται χολαγωγοί, εμμηναγωγοί, αντιπυρετκοί και αντιαρθριτικοί.




    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Brassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή
    ΛΟΥΝΑΡΙΑΛΟΥΝΑΡΙΑ
    Όνομα : Lunaria biennis Moench., λουνάρια η διετής, σεληναία.
    Οικογένεια : Brassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό που ήταν γνωστό με πολλά ονόματα στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα που το καλλιεργούσαν για τις εδώδιμες ρίζες του.
    Περιγραφή : Είναι διετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, τριχωτό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αυγοειδή, καρδιοειδή ή βελονοειδή στη βάση, τα κατώτερα έμμισχα και άνθη ιώδη.
    Οικολογία : Αυτοφύεται κατ' αραιά διαστήματα σε βραχώδη ή χέρσα μέρη στην Ευρυτανία και άλλες περιοχές της Ελλάδας, ενώ καλλιεργείται στους κήπους. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στ χωράφι. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Απρίλιος – Ιούνιος.
    Συλλογή : Οι σπόροι όταν ωριμάσουν καλά και οι ρίζες το φθινόπωρο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι σπόροι θεωρούνται ορεκτικοί και θεραπευτικοί, ενώ οι ρίζες εδώδιμες.



    TOP

    ΣΙΝΑΠΙΣΙΝΑΠΙ
    Όνομα : Sinapis alba L., σινάπι το λευκό, λαψάνα, πικρίδι.
    Οικογένεια : Βrassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το νάπυ του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, λίγο τριχωτό, ύψους 40-100 εκατ., φύλλα έμμισχα με μεγάλους λοβούς, πρασινοκίτρινα και άνθη κίτρινα σε βότρεις.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργούμενα και χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί για να καλύψει τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς, σε μουστάρδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ΄ ευθείας στο χωράφι τον Νοέμβριο – Φεβρουάριο σε γραμμές που απέχουν 50-60 εκατ..
    Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Τα σπέρματα όταν ξηραθούν καλά και πάρουν το κίτρινο χρώμα.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Απ' τα σπέρματα παρασκευάζεται η μουστάρδα. Το υπέργειο τμήμα, που τρώγεται βρασμένο θεωρείται αντιφλογιστικό, εμετικό, αντιβρογχικό, αντιασθματικό, αντιρρευματικό και καθαρτικό.


    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Capparidaceae, καππαριδίδη
    ΚΑΠΠΑΡΗΚΑΠΠΑΡΗ
    Όνομα : Capparis spinosa L., κάππαρη, κάππαρις.
    Οικογένεια : Capparidaceae, καππαριδίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Κατάγεται από χώρες της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
    Περιγραφή : Είναι μικρός θάμνος. Έχει μεγάλους βλαστούς 1-1,50 μ. που άλλοι είναι κατακείμενοι και άλλοι όρθιοι, εντελώς λείοι, φύλλα επαλλάσοντα, με εμφανή νεύρα, ακέραια και άνθη μονήρη μεγάλα, άσπρα ή ελαφρώς ιώδη, με μεγάλο ποδίσκο, στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός είναι ράγα ατρακτοειδής, πολύσπερμος και ονομάζεται καππαρόμηλο.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη ή βραχώδη μέρη και σε ερείπια κτισμάτων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και κυρίως στα νησιά. Ευδοκιμεί σε νησιώτικες ή παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 2 επί 2,5 μ..
    Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Τα μπουμπούκια κάθε 8 – 12 ημέρες.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό λαχανευόμενο και αρτυματικό. Επίσης φαρμακευτικό, αρωματικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται οι τρυφεροί βλαστοί και προπαντός τα μικρά μπουμπούκια που διατηρούνται σε άλμη, ή ξύδι. Οι φλοιοί των ριζών θεωρούνται ορεκτικοί, εμμηναγωγοί, τονωτικοί, αντιαναιμικοί, ανθυδρωτικοί, αφροδισιακοί (διεργετικοί) και αντιαρθριτικοί, ενώ τα μπουμπούκια διουρητικά, τονωτικά και αντιαρτηριοσκληρωτικά.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Caprifoliaceae, καπριοφολιίδη
    ΑΓΙΟΚΛΗΜΑΑΓΙΟΚΛΗΜΑ
    Όνομα : Lonicera etrusca Savi., λονίκερα το αιγόφυλλο, αιγόκλημα, αγριόκλημα, αγιόφυλλο, μπιρμπιλιά, καπερφόλιο, της Παναγούδας τα χερούδια.
    Οικογένεια : Caprifoliaceae, καπριοφολιίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το κλύμενο του Θεοφράστου και το περικλύμενο ή επίσης κλύμενο του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό αναρριχώμενο, λεπτό, με κλαδιά λεία ή λίγο χνουδωτά , ύψους 1,50-2 μ., φύλλα ανταυγοειδή, σχεδόν δερματώδη, αμβλέα, τα ανώτερα συμφυή και τα υπόλοιπα επιφυή και άνθη κιτρονόασπρα - κοκκινωπά, εύοσμα, επιφυή, σε ακραίους σπονδύλους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνοτόπους και χέρσα ασβεστώδη μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με καταβολάδες και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απόσταση 1,00-1,20 επί 1,40-1,60 μ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : τα άνθη όταν αρχίζουν να ανοίγουν, ενώ τα φύλλα σ' όλη τη διάρκεια της βλαστήσεως.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα άνθη του περιέχουν αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία, ενώ θεωρούνται αντιασθματικά. Εξάλλου τα φύλλα θεωρούνται κατάλληλα για γαργάρες και οι καρποί διουρητικοί και αντικαταρροϊκο.

    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Cistaceae, κιστίδη.
    ΚΙΣΤΟΣ ο κρητικόςΚΙΣΤΟΣ ο κρητικός
    Όνομα : Cistus creticus Boiss., λαδανιά, αλάδανος, λάδανο.
    Οικογένεια : Cistaceae, κιστίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος ως κίσθον και ο Διοσκουρίδης ως κίστον, κίσσαρον, κίσθαρον. Ο τελευταίος περιγράφει και μέθοδο συλλογής λαδάνου, που εφαρμόζεται ακόμα στο χωριό Σείσες της Κρήτης, όπου συλλέγονται μικρές ποσότητες.
    Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό πολύκλαδο, με πυκνούς αδένες, ύψους 50-100 εκατ. Φύλλα έμμισχα, αντίθετα, παχιά, ρυτιδώδη και άνθη σαν μικρά τριαντάφυλλα, ροδόχρωμα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνότοπους κατά συστάδες, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Κρήτη, Χαλκιδική κλπ.). Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο αλλά και με παραφυάδες και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το έκκριμα (λάδανο) τις μεσημεριάτικες ώρες Ιούλιο – Αύγουστο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Ο βλαστός και τα φύλλα περιέχουν βαλσαμώδη ρητινική αρωματική ύλη, το λάδανο, που παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν εναντίον της πανώλης.



    TOP

    ΚΙΣΤΟΣ ο μονσπελιανόςΚΙΣΤΟΣ ο μονσπελιανός
    Όνομα : Cistus monspeliensis L., μαύρη λαδανιά, βούθικο.
    Οικογένεια : Cistaceae, κιστίδη.
    Ιστορικό : Είναι ένα από τα γνωστά, κατά την αρχαιότητα, είδη κίστου, που το αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης με τα ίδια ονόματα του προηγούμενου είδους.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές αειθαλής φρύγανο. Έχει βλαστό, όρθιο, πολύκλαδο, πρασινωπό, ύψους 60-100 εκατ., φύλλα κατσαρά, λογχοειδή, επιμήκη με τρία νεύρα, και άνθη, ασπροδερά, σε μονόπλευρους ακραίους βότρεις.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνότοπους, όπου σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 60-70 επί 70-80 εκατ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται επουλωτικό και αντιδιαρροϊκό.



    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Convolvulaceae, κονβολβουλίδη
    ΠΕΡΙΚΟΚΛΑΔΑΠΕΡΙΚΟΚΛΑΔΑ
    Όνομα : Convolvulus arvensis L., κονβόλβουλος ο αρουραίος, μικρό περικοκλάδι, περικοκλάδι, περιπλοκάδι, χωνάκι.
    Οικογένεια : Convolvulaceae, κονβολβουλίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την ιασιώνη του Θεόφραστου και την πρώτη ελξίνη του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό αναρριχώμενο ή έρποντα, πράσινο, λεπτό, λείο ή με λίγο χνούδι, ύψους 50-60 εκατ. φύλλα μικρά σε σχήμα βέλους ή δόρατος και άνθη ασπροκόκκινα σαν χωνάκια, στις μασχάλες των φύλλων.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργημένα και χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Είναι δυσεξόντωνο ζιζάνιο στις ποτιστικές κυρίως καλλιέργειες. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας-πλούσια ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο απ΄ ευθείας στο χωράφι και με ριζώματα. Η σπορά και η φύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Ολόκληρο το φυτό θεωρείται καθαρτικό, επουλωτικό, και ανθυδρωπικιακό.


    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Cornaceae
    ΚΡΑΝΙΑΚΡΑΝΙΑ
    Όνομα : Cornus mas

    Περιγραφή : Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο (μέχρι 8 μ.), με κόμη σφαιρική και φλοιό σταχτοκίτρινο. Τα κίτρινα άνθη σε μικρά σφαιρόμορφα σκιάδια εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη πριν από την έκπτυξη των φύλλων. Τα φύλλα (2,5-8,5εκ. ) αντίθετα, ωοειδή-ελλειψοειδή, λειόχειλα, πράσινα, με οξεία κορυφή, μικρό μίσχο και 3-5 ζεύγη εμφανών, πλευρικών νεύρων.

    Οι φυλλοφόροι οφθαλμοί μικροί, ωοειδείς, τριχωτοί, αποκλίνουν από τα κλαδιά, οι ανθοφόροι μεγαλύτεροι, σφαιρικοί με ποδίσκο. Οι κλαδίσκοι γωνιώδεις, γκριζοπράσινοι, ιόχρωμοι στην ηλιαζόμενη πλευρά.

    Τα άνθη ανά 10-25 σε σκιάδια μικρά (διαμέτρου 1 εκ.), μασχαλιαία, με μικρό ποδίσκο που φέρει στη βάση του 4 κιτρινωπά βράκτια. Ο καρπός δρύπη (1,5 εκ.) ωοειδής, σαρκώδης, κρεμάμενη, με έντονο ερυθρό χρώμα κατά την ωρίμαση(Αύγουστο-Σεπτέμβριο), τρώγεται.

    Οικολογία : Είδος της Ν. και Κ. Ευρώπης μέχρι Καύκασο και Δ. Ασία. Σε μας, σε όλη τη χώρα σε δάση και θαμνώνες, συνήθως σε ασβεστολιθικά εδάφη. Συχνά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και για τους καρπούς του.

    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Curcubitaceae
    ΚΟΛΟΚΥΘΙΑΚΟΛΟΚΥΘΙΑ
    Όνομα : Κολοκύνθη. CURCUBITA Κοινώς κολοκυθιά. Ανήκει στην οικογένεια των Κολοκυνθοειδών. Είναι αυτά που καλλιεργούνται στους κήπους. Φυτό μονόχρονο.
      Διακρίνουμε δύο ποικιλίες και πολλές διαφορές.
    1. 1) τη κολοκύνθη τη κοινή, που καλλιεργείται για τους καρπούς της, που μαζεύονται και μαγειρεύονται άγουροι, τα κολοκυθάκια που λέμε.
    2. 2) Η κολοκύνθη η μείζων κοινώς γλυκοκολοκύθα.
    Ο καρπός της είναι μεγάλος, κυλινδρικός ή σφαιρικός αυγοειδής, εξωτερικά στρωτός, εσωτερικά κοίλος και διατηρείται επί μήνες ανέπαφος και φρέσκος. Η σάρκα της είναι παχιά, αρωματισμένη, γλυκιά με χρώμα υποκίτρινο μέχρι κοκκινωπό και χρησιμεύει ως τροφή των ανθρώπων και των ζώων. Είναι και αυτή φαρμακευτικό φυτό γιατί περιέχει αρκετές γλυσχραματώδεις ουσίες, αλλά δεν έχει παρά ελάχιστα θρεπτικά συστατικά.





    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Ericaceae
    ΚΟΥΜΑΡΙΑΚΟΥΜΑΡΙΑ
    Όνομα : ARBUTUS UNEDO. Προέλευση ονόματος: ARBUTUS: από το αρχ. λατ. που σημαίνει δέντρο.
    UNEDO (λατ.) = κούμαρο. Η ονομασία σύμφωνα με μια άποψη προέρχεται από τους καρπούς της κουμαριάς που είναι δυσκολοχώνευτοι και γι' αυτό οι αρχ. λατίνοι την ονόμαζαν unedo δηλ. φάγε ένα.
    Κοινή ονομασία: κουμαριά.Το όνομα προέρχεται από το αρχαίο Κόμαρος.
    Περιγραφή: αποτελεί έναν από τους βασικούς θάμνους της μακίας βλάστησης.
    Το ύψος του κυμαίνεται μεταξύ 1-3 μ.. Μερικά άτομα όμως μπορούν να φθάσουν και το ύψος των 12 μ. Ο φλοιός είναι τραχύς και ξεφλουδίζει σε μικρά κομμάτια. Η κουμαριά δείχνει μια προτίμηση στα μη ασβεστούχα, όξινα εδάφη και γι' αυτό το λόγο βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία κοντά στα ρείκια και τις καστανιές, που και αυτά προτιμούν τέτοιου είδους εδάφη.
    Τα άνθη είναι υπόλευκα, ενώ οι καρποί ωριμάζουν ένα χρόνο μετά την ανθοφορία, γι' αυτό συμβαίνει πολλές φορές να παρατηρούνται μαζί τα άνθη της νέας χρονιάς με τους καρπούς της προηγούμενης.
    Οι κουμαριές είναι πολύ ανθεκτικές στις πυρκαγιές, γιατί αμέσως μετά τη φωτιά πετούν από τις ρίζες τους νέους βλαστούς. Με τον τρόπο αυτό, τα εδάφη προστατεύονται γρήγορα και αποτελεσματικά από τις βροχές και τη διάβρωση που ακολουθεί.
    Συναντάται σε: χαμηλό και μέσο υψόμετρο, σε λόφους, πεδιάδες και βουνά, σε ανάμεικτους θαμνώνες σκίνων, ρεικιών και μυρτιάς.
    Παράδοση-χρήσεις: οι εντυπωσιακοί καρποί κοκκινοκίτρινοι καρποί του, κάνουν τα κλαδιά του φυτού περιζήτητα για διακόσμηση. Σε πολλά μέρη με τους καρπούς του έφτιαχναν μαρμελάδες και με απόσταξη ένα είδος ρακί. Το ξύλο της κουμαριάς είναι πολύ σκληρό και χρησιμοποιείται σε διάφορες μικροδουλειές αλλά δίνει και καλής ποιότητας ξυλοκάρβουνο.
    Από τα 20 διαφορετικά είδη που υπάρχουν στον κόσμο, μόνο δύο βρίσκονται στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
    TOP

    ΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΝΤΡΩΔΗΣΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΝΤΡΩΔΗΣ

    Όνομα : ERICA ARBOREA L. (Ερείκη η δενδρώδης-κ. ρείκι)

    Περιγραφή: Αειθαλής, πυκνόκλαδος θάμνος ή μικρό δέντρο ( μέχρι 7 μ), με ραβδόμορφα, όρθια κλαδιά.
    Ανθεί Μάρτιο-Απρίλιο.

    Τα φύλλα (0,13-0,5 εκ.) από κάτω αυλακωτά, συνήθως ανά 4 σε σπονδύλους, καλύπτουν τους λευκά χνουδωτούς κλαδίσκους. Τα άνθη με λευκή, πλατειά κουδουνοειδή στεφάνη και πορφυρέρυθρους ανθήρες, σε πολυανθείς φόβες.

    Οικολογία : Πλατειά διαδεδομένο είδος στη Ν., ΝΔ. Ευρώπη καθώς και στην Ασία και Α. Αφρική, σε θαμνώνες, διάκενα δασών και κατά μήκος ρευμάτων. Σε μας, στη ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων.




    TOP

    ΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΣΜΑΝΘΗΣ

    ΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΣΜΑΝΘΗΣ

    Όνομα : ERICA VERTICILLATA FORSK. (E. manipyliflora Salis)

    Θάμνος (μέχρι 1μ.) με κλαδίσκους γυμνούς. Ανθεί Αύγουστο – Σεπτέμβριο. Τα φύλλα (0,4-0,8 εκ.) από κάτω κυρτά, ανά 3-4 σε σπονδύλους. Τα άνθη με ροδόχρωμη στεφάνη, σε ολιγανθείς βότρεις στην άκρη των κλαδιών.

    Είδος των Κ. και Α. παραμεσόγειων περιοχών. Σε μας, στη ζώνη αειφύλλων πλατυφύλλων.




    TOP


    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Euphorbiaceae, ευφορβιίδη
    ΕΥΦΟΡΒΙΑ
    ΕΥΦΟΡΒΙΑ
    Όνομα : Euphorbia seguierana Neck., ευφόρβια η σεγκουιεράνα, γαλατσίδα, αγουλοναριά.
    Οικογένεια : Euphorbiaceae, ευφορβιίδη.
    Ιστορία : Οι γαλατσίδες ή ευφόρβιες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα που τις αναφέρουν ο Ιπποκράτης, ο Πλίνιος και ο Διοσκουρίδης ως φυτά δηλητηριώδη και καθαρτικά. Παλαιότερα τις χρησιμοποιούσαν για την καταστροφή των κρεατοελιών και τη θεραπεία της κασίδας.
    Περιγραφή : Είναι φυτό πολυετές. Έχει βλαστό όρθιο, λείο γλαυκόχροο, ύψους 20-50 εκατ., φύλλα απλά, γραμμοειδή – λογχοειδή, οξύληκτα και άνθη μικρά κίτρια σε ακραία σκιάδια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά, ασβεστούχα, χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά, ασβεστούχα, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
    Συλλογή : Τα σπέρματα όταν ωριμάσουν, ενώ η ρίζα την άνοιξη ή το φθινόπωρο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό δηλητηριώδες και φαρμακευτικό. Τα σπέρματα, οι ρίζες και τα φύλλα θεωρούνται καθαρτικά και εμετικά. Ο χυμός προκαλεί φλύκταινες στο δέρμα.

    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Fabaceae (Papilionaceae), ψυχανθή
    ΣΠΑΡΤΟΣΠΑΡΤΟ
    Όνομα : Spartium Junceum L., σπάρτο το βουρλόμορφο.
    Οικογένεια : Fabaceae (Papilionaceae), ψυχανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το λινόσπαρτο του Θεόφραστου. Ο Διοσκουρίδης το περιγράφει ως «θάμνο με ράβδους, μακράς, αφύλλους», ενώ ο Πλίνιος αναφέρει ότι οι Ισπανοί, οι Ρωμαίοι και οι Καρθαγένιοι κατασκεύαζαν από τους βλαστούς του χονδροειδή ενδύματα.
    Περιγραφή : Είναι μεγάλος θάμνος. Έχει βλαστό επιμήκη, κυλινδρικό πράσινο ή πρασινοκυανό, ύψους 2-5 μ., χωρίς φύλλα ή με λίγα φύλλα απλά λογχοειδή ή γραμμοειδή, άνθη κίτρινα, ευοσμότατα και σπέρματα μαύρα σε λοβούς.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε δασώδη μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ενώ καλλιεργείται ως καλλωπιστικό στους κήπους και στα πρανή των δρόμων. Ευδοκιμεί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1-1,20 επί 1,20-1,50 μ.
    Άνθηση : Μάιος – Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Τα άνθη τις πρωινές ώρες.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και κλωστικό. Τα άνθη περιέχουν εκλεκτής ποιότητας αιθέριο έλαιο, κατάλληλο για την αρωματοποιία. Οι βλαστοί έχουν καρδιοτονωτικές ιδιότητες, όμως η μεγάλη κατανάλωση τους από τα ζώα προκαλεί δηλητηριάσεις. Επίσης θεωρούνται αντιδιαβητικοί, διουρητικοί, καθαρτικοί, εμμηναγωγοί και αντιλευκωματουρικοί. Τα σπέρματα είναι δηλητηριώδη.
    TOP

    ΚΟΥΚΙΑΚΟΥΚΙΑ

    Όνομα : Κύαμος. VICIA FAVA.

    Κοινώς κουκιά. Ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών.

    Είναι τα καλλιεργούμενα που χρησιμοποιούνται ως τροφή των ανθρώπων και των ζώων. Περιέχουν νερό 14,00, αζωτούχες ουσίες 25,68, λίπος 1,68, υδατάνθρακες 47,29 στα εκατό.

    Είναι όσπριο εξαιρετικά νόστιμο, θρεπτικό και τονωτικό. Δημιουργεί όμως και αέρια, είναι δύσπεπτο και δυσόνειρο.

    Είναι γνωστά από την αρχαιοτάτων χρόνων και θεωρούνταν ως αφροδισιακά και διεγερτικά. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τα θεωρούσε και στειρωτικά και ο Άγιος Ιερώνυμος αφροδισιακά.
    Τα άνθη της κουκιάς ως βραστάρι ρίχνουν λιθάρια της χολοκυστίτιδας.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Fagaceae
    ΚΑΣΤΑΝΙΑΚΑΣΤΑΝΙΑ
    Όνομα : C.sativa Miller – Καστανιά η εδώδιμη
    Φυλλοβόλο δένδρο με ύψος μέχρι 30m. Φλοιός στην αρχή λείος, αργότερα με σταχτοκάστανο και κατά μήκος σχισμένο ξηρόφλοιο. Νεαροί κλαδίσκοι γωνιώδεις, γυμνοί, σκουρερυθροκάστανοι. Οφθαλμοί μέχρι 6 mm, ωοειδείς, αμβλυκόρυφοι, γυμνοί ή ελαφρώς χνουδωτοί.
    Άνθη εντομογαμή, σε όρθιους, μήκους 12-20 cm, ιούλους, οι οποίοι φέρουν στο κατώτερο μέρος τους τα θηλυκά και στο ανώτερο τα αρσενικά. Κάθε αρσενικό άνθος με 6μερές, συνήθως πράσινο περιάνθιο και 8-12 στήμονες. Τα θηλυκά ανά 3, σε πράσινο περίβλημα το κάθε άνθος με 6χωρη ωοθήκη και 6, λευκά στίγματα που προεξέχουν.

    Άνθηση: Μάιο – αρχές Ιούλιου.
    Απαιτείται βαθιά, νωπά, χαλαρά, περιεκτικά σε άργιλο και οργανική ουσία εδάφη, ασβεστόφοβο. Ημισκιόφυτο, ευαίσθητο σε παγετούς. Απαντάται κυρίως στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης, πολλές φορές σε μίξη με άλλα είδη.
    Δέντρο, όμορφο, κομψό, γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος το ονομάζει διοσβάλανον διακρίνοντας μάλιστα και ποικιλίες του, όπως την ευβοϊκην καρύαν και τον καρπό της το κασταναϊκόν κάρυον. Διός βάλανος, σαρδιανή βάλανος, λόπιμος, μότος κατά τον Διοσκουρίδη. Ακόμη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πολλοί οικισμοί από την αρχαιότητα είχαν το όνομα ' Καστανέα'.

    TOP

    ΒΕΛΑΝΙΔΙΑΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
    Όνομα : Δρυς χνοώδης (Quercus pubescens)
    Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μικρό σχετικά δένδρο με ύψος που σπάνια ξεπερνά τα 20 μ. σε ύψος και τα 10 μ. σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυ, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Παρουσιάζει έντονη πολυφυλλία.
    Τα φύλλα συνήθως φθάνουν σε μήκος τα 5-10 εκ. Οι λοβοί έχουν πολλές διαβαθμίσεις, από στρογγυλεμένοι, μέχρι και οδοντωτοί. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Η γονιμοποίηση γίνεται με τον άνεμο. Τα αρσενικά σχηματίζουν πράσινους κρεμαστούς πυκνούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών, καλυμμένους με πυκνό πίλημα. Τα θηλυκά εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη, στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό.
    Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα.
    Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH.
    Χρησιμότητα: Τα βαλανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα. Το ξύλο της αποτελεί άριστο καυσόξυλο, για τους παραδασόβιους πληθυσμούς. Καλά άτομα δίνουν ξύλο άριστης ποιότητας για την ξυλουργική και την επιπλοποιία.
    Το ξύλο της είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.

    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Gramimeae
    ΔΑΚΤΥΛΙΔΑΔΑΚΤΥΛΙΔΑ

    Όνομα : ΔΑΚΤΥΛΙΔΑ (DACTYLIS GLOMERATA

    Η δακτυλίδα ανήκει στην οικογένεια Gramimeae της τάξης Graminales της κλάσης των Μονοκοτυλήδονων.

    Η δακτυλίδα είναι πολυετές αγροστώδες φυτό, κατάλληλο για την εγκατάσταση τεχνητών λειμώνων και την βελτίωση της σύνθεσης της χλωρίδας των φυσικών βοσκοτόπων.

    Είναι φυτό με όρθια έως ημιόρθια ανάπτυξη, μεγάλου ύψους με πολλά αδέλφια. Το φύλλωμά του είναι πλούσιο, με φύλλα γλαυκά πράσινα, απαλά στην αφή, στενά και μακριά.

    Αντέχει καλά στο ψύχος και στις σκωριάσεις. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικό στην ξηρασία.


    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Hydrophyllaceae
    ΦΑΚΕΛΩΤΗΦΑΚΕΛΩΤΗ

    Όνομα : ΦΑΚΕΛΩΤΗ (PHACELIA TANACETIFOLIA)

    Η Φακελωτή ανήκει στην οικογένεια Hydrophyllaceae της τάξης Tubiflorae (Solanales) της κλάσης των δικοτυλήδονων.

    Είναι ετήσιο ποώδες φυτό προσαρμοσμένο σε ξηροθερμικές συνθήκες. Φέρει έλλοβα φύλλα και άνθη κυανοιώδη ή κυανοπράσινα σε πυκνούς σταχυοειδείς βοστρύχους.

    Είναι φυτό μελιτογόνο, γυρεοφόρο και κτηνοτροφικό.

    Ο σπόρος της ωριμάζει σε 60 ημέρες περίπου και πρέπει να αρδευτεί δύο τουλάχιστον φορές. Το ύψος του φυτού είναι 70 - 90 πόντους και η διάρκεια της ανθοφορίας 50 ημέρες.

    Αποδίδει περίπου 40 κιλά μέλι το στρέμμα όταν χρησιμοποιείται ως μελιτογόνο φυτό.


    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Iridaceae, ιριδίδη
    ΚΡΟΚΟΣΚΡΟΚΟΣ
    Όνομα : Crocus sativus L., κρόκος ο εδώδιμος, σαφράν, σαφράνι, σαφράνα.
    Οικογένεια : Iridaceae, ιριδίδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Επίσης το αναφέρουν ο Θεόφραστος, ο Αισχύλος και ο Πίνδαρος. Στο μουσείο της Κρήτης υπάρχει τοιχογραφία όπου ένας νέος μαζεύει λουλούδια κρόκου (κροκοσυλλέκτης).
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βολβό σφαιρικό διαμέτρου 3-5 εκατ. Από κάθε βολβό αναπτύσσονται 6-10 φύλλα που είναι στενά, νηματοειδή, μήκους 15-20 εκατ. Τα άνθη είναι εύοσμα και έχουν χρώμα ιώδη. Οι ανθήρες είναι τρεις κίτρινοι, το δε στίγμα του υπέρου είναι τρίλοβο, μερικές φορές πεντάλοβο και έχει χρώμα πορτοκαλέρυθρο.
    Οικολογία : Καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στο χωριό Κρόκος της Κοζάνης, που πήρε το όνομα του από το φυτό αυτό. Τελευταία καλλιεργείται σε μικρότερη έκταση και σ' άλλες περιοχές (Ν. Δράμας, Γρεβενών κλπ.). ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια αμμουδερά, λίγο ασβεστούχα, ξηρικά, στραγγερά.
    Πολλαπλασιασμός : Με βολβούς που φυτεύονται Μάιο – Ιούνιο σε αποστάσεις 10-15 επί 20-25 εκατ.
    Άνθηση : Οκτώβριος – Νοέμβριος.
    Συλλογή : Τα άνθη σε πλήρη άνθηση, τις πρωινές ώρες.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, βαφικό και αρτυματικό. Καλλιεργείται για τα στίγματα του υπέρου των λουλουδιών ( κόκκινος κρόκος) που χρησιμοποιούνται ως άρτυμα, αλλά και στη βαφική, ενώ θεωρούνται εμμηναγωγά, τονωτικά και ορεκτικά.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή
    ΑΛΘΑΙΑΑΛΘΑΙΑ
    Όνομα : Althaea officinalis L., αλθαία η φαρμακευτική, νερομολόχα, βίσκος.
    Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που χάρη στις βλενώδεις ουσίες το θεωρούσαν αντιβηχικό, αντιφλογιστικό και μαλακτικό.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, με βελούδινο άσπρο χνούδι, ύψους 0,60-1,50 μ., φύλλα αυγοειδή με 3-5 μικρούς λοβούς, λίγο οδοντωτά και άνθη μεγάλα ασπρορόδινα. Η ρίζα του είναι χοντρή, άσπρη.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε δροσερά ή υγρά χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές ή ημιορεινές παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια μέσης γονιμότητας, υγρά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι και με τμήματα ρίζας. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απόσταση 50-60 επί 80-90 εκατ..
    Aνθηση : Απρίλιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα του φυτού σε πλήρη άνθηση, ενώ η ρίζα το φθινόπωρο, από φυτά ηλικίας δύο χρόνων τουλάχιστο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Ολόκληρο το φυτό ( βλαστός, φύλλα, άνθη και ρίζα ) θεωρείται μαλακτικό, καταπραϋντικό, αποχρεμπτικό, αντιδυσεντερικό, αντιβρογχικό και αντιφλογιστικό.

    TOP

    ΒΑΛΛΩΤΗ η κρατηροειδήςΒΑΛΛΩΤΗ η κρατηροειδής
    Όνομα : Ballota acetabulosa Benth., λουμίνια, λυχναράκι, φυτιλάκι, φάσσας, αναμεφωλιά, αποπουλιά.
    Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Είναι η τρίτη φλομίς ή θρυσαλλίς ή λυχνίτης του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό πολύκλαδο, χνουδωτό ύψους 20-60 εκατ., φύλλα αυγοειδή με μικρό μίσχο, πολύ χνουδωτά και άνθη κόκκινα, σε μασχαλιαίους σπονδύλους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα εκτός από το βόρειο τμήμα της. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται διεγερτικό, λιθοδιαλυτικό και ανθυστερικό. Από τους τρυφερούς βλαστούς που λέγονται «πανάκια», παρασκευάζονται καταπλάσματα.
    TOP

    ΚΑΛΑΜΙΝΘΑΚΑΛΑΜΙΝΘΑ
    Όνομα : Calamintha suaneolens Boiss., καλαμίνθα η εύοσμος, καλαμίνθη, μέντα.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Πρέπει να είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα και οι συγγραφείς της εποχής εκείνης να το αναφέρουν με άλλο όνομα.
    Περιγραφή : Είναι φυτό πολυετές. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο τριχωτό, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα ελλειψοειδή – λογχοειδή, πριονωτά με πυκνό τρίχωμα και άνθη ροδόχρωμα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά, πετρώδη μέρη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Καλλιεργήθηκε δοκιμαστικά με επιτυχία στο Κεραμίδι Πηλίου. Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία.
    TOP

    ΥΣΣΩΠΟΣΥΣΣΩΠΟΣ
    Όνομα : Hyssopus officinalis L., ύσσωπος ο φαρμακευτικός.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Αναφέρεται στους ψαλμούς τους Δαυίδ (51:7) «Ραντίεις με υσσώπω και καθαρισθήσομαι…». Πιθανόν να πρόκειται για τον κηπευτικό ύσσωπο του Διοσκουρίδη.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό φρυγανώδη, όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 40-60 εκατ., φύλλα προμήκη ή γραμμοειδώς λογχοειδή, αντίθετα, έντονα πράσινα και άνθη μπλέ, ιώδη ή ροζ, σε ακραία μονόπλευρα στάχια.
    Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στη χώρα μας αλλά καλλιεργείται μόνο για πειραματικούς σκοπούς και σε γλάστρες. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, μέτριας γονιμότητας-πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-80 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, αρωματικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο, ανθελμινθικό, διεγερτικό, αεραγωγό, αντιβρογχικό, αποχρεμπτικό, εμμηναγωγό, αντιασθματικό, αντιβηχικό, αντιφυσιτικό και στυπτικό.
    TOP

    ΛΕΒΑΝΤΑ υβρίδιοΛΕΒΑΝΤΑ υβρίδιο
    Όνομα : Lavandula hybrida Rev., lavandin, λεβάντα.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι νέο φυτό που προήλθε από τη διασταύρωση της γνήσιας και της σταχυώδους λεβάντας. Τα κυριότερα υβρίδια που υπάρχουν στην Ελλάδα και προέρχονται απ' την Γαλλία είναι Abrial, special, super και Μ.G.
    Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, γραμμοειδή, τεφροπράσινα και άνθη σκούρα κυανά ή κυανότεφρα, σε ακραία στάχυα.
    Οικολογία : Στη χώρα μας καλλιεργήθηκε σε μικρή έκταση πριν από λίγα χρόνια στους νομούς Αρκαδίας, Κεφαλληνίας και Σερρών, όπου υπάρχουν ακόμη εγκαταλειμμένες φυτείες. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές με υψόμετρο 400-700 μ. και σε χωράφια ασβεστούχα, μάλλον φτωχά, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1-1,20 επί 1,50-1,80 μ.
    Άνθηση : Ιούλιος.
    Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Από τους ανθοφόρους βλαστούς λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία και στη φαρμακευτική. Εξάλλου το υπέργειο τμήμα θεωρείται ότι έχει σχεδόν τις ίδιες θεραπευτικές ιδιότητες με εκείνες της γνήσιας λεβάντας
    TOP

    ΛΕΒΑΝΤΑ η στοιχάςΛΕΒΑΝΤΑ η στοιχάς
    Όνομα : Lavandula stoechas L., αγριολεβάντα, μαυροκέφαλο, χαμολίβανο, λαμπρή, μυροφόρα.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι απ' αυτό οι αρχαίοι παρασκεύαζαν το στοιχαδίτη οίνο και το στοιχαδικό ξύδι.
    Περιγραφή : Είναι μικρό πολυετές φρύγανο. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, χνουδωτό ύψους 30-70 εκατ., φύλλα αντίθετα, χνουδωτά, γραμμοειδή και άνθη πορφυροϊώδη, σε ακραία πυκνά αυγοειδή στάχυα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται στη Χαλκιδική, Μεσσηνία, Κρήτη, Εύβοια, Αττική κ.α. Ευδοκιμεί σε δροσερές, ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά, χωρίς ασβέστιο, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 70 επί 80 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο πλούσιο σε καμφορά, κατάλληλο για τη φαρμακοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται ορεκτικό, νευροτονωτικό, ανθελμινθικό, ευστόμαχο, αντισπασμωδικό και αεραγωγό
    TOP

    ΛΕΒΑΝΤΑ η γνήσιαΛΕΒΑΝΤΑ η γνήσια
    Όνομα : Lavandula vera L., λαβαντούλα, λεβαντίδα, καλογερόχορτο.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπου οι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν κατά των δερματικών παθήσεων, ενώ οι Ρωμαίοι το έβαζαν στο νερό του μπάνιου.
    Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, προμήκη, γραμμοειδή, με λίγο χνούδι, τέφρα και άνθη μπλε, σε απλούς ανθοφόρους βλαστούς που σχηματίζουν επιμήκη κυλινδρικά στάχια.
    Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στη χώρα μας, αλλά καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές με υψόμετρο πάνω από 700μ. και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 0,80-1 επί 1-1,20 μ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
    Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Το αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους ανθοφόρους βλαστούς και που είναι το καλύτερο απ' όλα τα είδη λεβάντας, χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη σαπουνοποιία και τη φαρμακευτική. Εξάλλου το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιδιαρροϊκό, αεραγωγό, τονωτικό, διουρητικό, αντισπασμωδικό, αντισηπτικό, αντιασθματικό, αντικαταρροϊκό και χολαγωγό. Επίσης τα άνθη όταν τοποθετούνται στις ιματιοθήκες τις αρωματίζουν και διώχνουν το σκώρο.
    TOP

    ΜΑΡΟΥΒΙΟΜΑΡΟΥΒΙΟ
    Όνομα : Marrubium vulgare L., μαρούβιο το κοινό, καλάνθρωπος, ασπροπρασιά, σκυλόχορτο, βρωμοζάκι, μαρμαράκι, πικροπάνι, αγριοφλουτουριά, μαυροβότανο, σκουλόχορτο.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το χρησιμοποιούσε ο Ιπποκράτης. Το αναφέρουν επίσης ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ξυλώδη, χνουδωτό, ύψους 30-70 εκατ., φύλλα έμμισχα, αντίθετα αυγοειδή, πράσινα στην άνω επιφάνεια και χνουδωτά στη κάτω και άνθη άσπρα, σε μασχαλιαία στάχυα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέσης γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 60-80 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιπυρετικό, τονωτικό, αποχρεμπτικό, διουρητικό, αντιασθματικό, αντιβηχικό, εμμηναγωγό, ευστόμαχο, χολαγωγό, ηπατικό, επουλωτικό και στυπτικό.
    TOP

    ΜΕΛΙΣΣΟΧΟΡΤΟΜΕΛΙΣΣΟΧΟΡΤΟ
    Όνομα : Mellisa officinalis L., μέλισσα η φαρμακευτική, μέλισσα, μελισσοβότανο, μελισσάκι, κιτροβάλσαμο.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης ως μελισσόφυλο. Από τον τελευταίο αναφέρεται επίσης ως μελιττίς, μελίτταιον και μελόφυλλο.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα μεγάλα αυγοειδή, λίγο πριονωτά, με γλυκιά οσμή λεμονιού και άνθη άσπρα ή ροδίζοντα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε δασώδη και χέρσα μέρη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με παραφυάδες και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, δύο φορές το χρόνο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και θαυμάσιο μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην παρασκευή ηδύποτων και στη φαρμακοποιία. Η ξηρή δρόγη χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται τονωτική, αντισπασμωδική, ορεκτική, ευστόμαχη, εφιδρωτική, ανθελμινθική και εμμηναγωγή
    TOP

    ΜΕΝΤΑ η μακρόφυλληΜΕΝΤΑ η μακρόφυλλη
    Όνομα : Mentha longifolia Huds., αγριοδυόσμος, καλαμίθρα.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την τρίτη καλαμίνθη του Διοσκουρίδη που, όπως έλεγε, μοιάζει με άγριο δυόσμο.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, με πολύ άσπρο χνούδι, τετραγωνικό, ύψους 40-70 εκατ., φύλλα επιφυή, αυγοειδή – προμήκη ή λογχοειδή, πριονωτά, άσπρα χνουδωτά τουλάχιστον στην κάτω επιφάνεια και άνθη ρόδινα ή ιώδη σε ακραίους κυλινδρικούς βότρεις.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και στις όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα που φυτεύονται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αυλάκια που απέχουν μεταξύ τους 60-70 εκατ..
    Άνθηση : Ιούλιος – Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο και αντισπασμωδικό.
    TOP

    ΜΕΝΤΑ η πιπερώδηςΜΕΝΤΑ η πιπερώδης
    Όνομα : Mentha piperita L., μέντα.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Φυτό ως μέντα, χωρίς να έχει εξακριβωθεί το είδος της, είναι γνωστό απ' την αρχαιότητα. Αναφέρεται ότι μέντα καλλιεργούσαν στη Μινωική εποχή, ο δε Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι γιατροί της αρχαίας εποχής απέδιδαν σ' αυτή θεραπευτικές ιδιότητες.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό τετραγωνικό, λείο, όρθιο, ύψους 60-90 εκατ., φύλλα μακρόμισχα, λογχοειδή – αυγοειδή, πράσινα και άνθη ιώδη σε ακραία στάχυα.
    Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στην χώρα μας, αλλά καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στο νομό Ροδόπης και σε μικρή στους Νομούς Λάρισας και Θεσσαλονίκης. Ευδοκιμεί σε πεδινές κυρίως περιοχές και σε χωράφια πλούσια και ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα. Η φύτευση, που η καλύτερη εποχή είναι ο Νοέμβριος, γίνεται σε αυλάκια που απέχουν 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση μια φορά το χρόνο όταν χρησιμοποιείται για αιθέριο έλαιο και λίγο πριν από την άνθηση 2-3 φορές το χρόνο, όταν χρησιμοποιείται για ξηρή δρόγη.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην ποτοποιία, στη ζαχαροπλαστική, στη φαρμακοποιία, στην οδοντοκρεμοποιία και ακόμη στην αρωματοποιία. Η ξηρή δρόγη χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται ευστόμαχη, χολαγωγή, αντιδιαρροϊκή, αντιναυτιακή, αντικολική και αντικεφαλαλγική.
    TOP

    ΜΕΝΤΑ η πουλέγιοςΜΕΝΤΑ η πουλέγιος
    Όνομα : Mentha pulegium L., φλησκούνι, βληχώνι, βληχούνι, γληφώνι, γληχούνι, φλεσκούνι.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το θεωρούσαν εμμηναγωγό και αντιασθματικό. Παλαιότερα το θεωρούσαν επίσης αντιαρθριτικό και το ονόμαζαν «μέντα ποδαγκράρια».
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο ή πλαγιαστό, λίγο τριχωτό ή σχεδόν λείο, πρασινωπό, ύψους 15-20 εκατ., φύλλα μικρά αυγοειδή ή προμήκη, με μικρό μίσχο και άνθη ρόδινα ή ιώδη σε μασχαλιαίους σπονδύλους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και σε όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές ή ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Οκτώβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται αποχρεμπτικό, αντιασθματικό, αντιβρογχικό, αντικοκκυτικό, εμμηναγωγό, αντιαρθριτικό, διουρητικό, αντιρρευματικό, αντιδιαρροϊκό, ευστόμαχο, αντισπασμωδικό και αναισθητικό
    TOP

    ΜΕΝΤΑ η στρογγυλόφυλληΜΕΝΤΑ η στρογγυλόφυλλη
    Όνομα : Mentha rotundifolia Huds., αγριοδυόσμος.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που συγχέεται με τη μέντα τη μακρόφυλλη.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο , τετραγωνικό, χνουδωτό ύψους 40-80 εκατ., φύλλα αυγοειδή – στρογγυλά, επιφυή, τεφρόασπρα, χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια και άνθη άσπρα ή ρόδινα σε ακραία στάχυα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και στις όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα που φυτεύονται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αυλάκια που απέχουν μεταξύ τους 60-70 εκατ.. Άνθηση : Ιούλιος – Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο και αντισπασμωδικό.

    TOP

    ΜΙΚΡΟΜΕΡΙΑΜΙΚΡΟΜΕΡΙΑ
    Όνομα : Micromeria Juliana Benth, μικρομέρια, τζουλιάνα, ύσσωπο, άγριο τσάι, τροχαλίσιο τσάι, τραγορίγανη, κατσιδόχορτο, ριγανούλα.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Διοσκουρίδης που το συνιστούσε κατά της υπερχλωρυδρίας και των κρυολογημάτων. Στο Μεσαίωνα το έλεγαν τραγορίγανο.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, χνουδωτό, ύψους 10-50 εκατ., φύλλα επιφυή, λογχοειδή ή γραμμοειδή, επίσης χνουδωτά, σταχτιά και άνθη κοκκινοϊώδη σε στενά ακραία στάχυα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά και άγονα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται διουρητικό, λιθοδιαλυτικό και αντιυπερχλωρυδριακό.
    TOP

    ΒΑΣΙΛΙΚΟΣΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
    Όνομα : Ocimum basilicum L., ώκιμο το βασιλικό, σταυρολούλουδο, βασιλιτσά.
    Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ) , χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το χρησιμοποιούσαν εναντίον της μελαγχολίας και της μανίας, ενώ ο Ιπποκράτης εναντίον του εμετού. Η ελληνική παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Ελένη ανακάλυψε τον Τίμιο Σταύρο απ' το άρωμα του βασιλικού που φύτρωσε στο μέρος όπου ήταν θαμμένος.
    Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πολύκλαδο, τετραγωνικό, ύψους 20-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, μικρά ή μεγάλα και άνθη μικρά σε ακραία στάχυα, άσπρα ή ασπροκόκκινα. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες και υβρίδια που οφείλονται στην εύκολη διασταύρωση και τον πολυμορφισμό ( λεπτόφυλλος, πλατύφυλλος, αραιόφυλλος, συμπαγής κλπ. ).
    Οικολογία : Δεν αυτοφύεται, αλλά μόνο καλλιεργείται. Ευδοκιμεί σε περιοχές με εύκρατο κλίμα, ήπιο και βραχύ χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι και σε χωράφια μέσης συστάσεως – πλούσια, ποτιστικά και στραγγερά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο νωρίς την άνοιξη. Η μεταφύτευση γίνεται τον Απρίλιο – Μάιο σε αποστάσεις 30-40 επί 40-50 εκατ.. Ο σπόρος σπέρνεται και απ' ευθείας στο χωράφι την ίδια εποχή.
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, 2-3 φορές το χρόνο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και εδώδιμο. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική. Τα φύλλα του τρώγονται ωμά, ενώ ολόκληρο το υπέργειο τμήμα θεωρείται διουρητικό, ευστόμαχο, σπασμολυτικό, αεραγωγό και γαλακτογόν
    TOP

    ΔΙΚΤΑΜΟΣΔΙΚΤΑΜΟΣ
    Όνομα : Origanum dictamus L., ορίγανο το δίκταμο, αδίχταμος ατίταμος, δίκταμο, δίκταμνο, έρωντας, λιβανόχορτο, μαλλιαρόχορτο, στομαχόχορτο, τίταμο.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία όλων των ασθενειών (πανάκια). Ειδικότερα το θεωρούσαν παυσίπονο και επουλωτικό των πληγών. Ο Αριστοτέλης και στη συνέχεια ο μαθητής του Θεόφραστος αναφέρουν ότι οι αγριοκατσίκες της Κρήτης όταν πληγώνονταν με βέλη έτρωγαν δίκταμο για να τα αποβάλουν και να κλείσουν οι πληγές.
    Περιγραφή : Είναι μικρό αειθαλής φρύγανο. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, με πυκνό άσπρο τρίχωμα και άνθη ανοιχτά ρόδινα σε κορύμβους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται μόνο στα βουνά της Κρήτης, όπου επίσης καλλιεργείται σε μικρή έκταση. Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές και πεδινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το ξηρό υπέργειο τμήμα χρησιμοποιείται ως τσάι και για την παρασκευή του βερμούτ μαζί μ' άλλα βότανα. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο, αντιδυσεντερικό, ανθελμινθικό, τονωτικό, αντισπασμωδικό, αιμοστατικό, αντισηπτικό και εμμηναγωγό.
    TOP

    ΡΙΓΑΝΗΡΙΓΑΝΗ
    Όνομα : Origanum heracleoticum L., ορίγανο το ηρακλιώτικο, ρίανο, ρούανο, ρούβανο.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Η ρίγανη είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις όρος και γάνος (λαμπρότητα), δηλ., είναι φυτό που λαμπρύνει το βουνό. Ο Ιπποκράτης τη χρησιμοποιούσε για τη θεραπεία της γαστραλγίας, παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος κ.α.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, πολύκλαδο, τριχωτό ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, έμμισχα, αυγοειδή ή προμήκη, πολύ πριονωτά και άνθη άσπρα σε ακραίους κορύμβους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνώδη και χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα και καλλιεργείται σε μικρή έκταση. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά-πλούσια, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος-Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και φαρμακοποιία, ενώ η ξηρή δρόγη ως άρτυμα. Επίσης θεωρείται τονωτική, ευστόμαχη, αποχρεμπτική, διουρητική, καθαρτική, εμμηναγωγή, αντιψωριακή και αντιεπιληπτική.
    TOP

    ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΑΜΑΤΖΟΥΡΑΝΑ
    Όνομα : Origanum majorana L., ή Majorana hortensis Moench., ορίγανο η ματζουράνα, μαντζουράνα.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπου τα νεαρά ζευγάρια στεφανώνονταν μ' αυτό στις γαμήλιες τελετές, γιατί πίστευαν ότι είχε το άρωμα της Αφροδίτης.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό λεπτό, σκληρό, τετραγωνικό, πολύκλαδο, κοκκινωπό, τριχωτό ή σχεδόν λείο, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα μικρά, αυγοειδή, μαλακά και άνθη μικρά, ασπροπράσινα, σε σφαιρικές φόβες.
    Οικολογία : Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε γλάστρες και κήπους σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά, στραγγερά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 40-50 εκατ
    .Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα στην αρχή της ανθήσεως, δύο φορές το χρόνο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την φαρμακοποιία και την αρωματοποιία. Επίσης χρησιμοποιείται ως άρτυμα, ενώ θεωρείται αντισπασμωδικό, αντισηπτικό, αντινευραλγικό και αντικεφαλαλγικό
    TOP

    ΡΙΓΑΝΗ η νησιώτικηΡΙΓΑΝΗ η νησιώτικη
    Όνομα : Origanum onites L., ορίγανο ονήτις, ρίγανη.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Και το είδος αυτό της ρίγανης πρέπει να ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και να το αναφέρουν τόσο ο Ιπποκράτης όσο και ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης, μαζί με το προηγούμενο είδος.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, απλό τριχωτό, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα αντίθετα, αυγοειδή με λίγο χνούδι και άνθη άσπρα σε ακραίους συμπαγείς κορύμβους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται κυρίως στην Κρήτη και σε νησιά του Αιγαίου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σα χωράφια φτωχά μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος - Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Έχει όλες τις ιδιότητες της κοινής ρίγανης με την οποία συνήθως αναμιγνύεται.
    TOP

    ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ
    Όνομα : Rosmarinus officinalis L., ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός, ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatac), χειλανθή
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπως δε αναφέρουν ο Διοσκουρίδης και ο Οβίδιος οι αρχαίοι το χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό. Επίσης μαζί με τη μυρτιά και τη δάφνη κατασκεύαζαν ανθοδέσμες ή στεφάνια που στεφάνωναν τους νικητές.
    Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό ορθόκλαδο, τετραγωνικό, πολύκλαδο και πυκνόφυλλο, ύψους 0,5-1,20 μ., φύλλα δερματώδη, γραμμοειδή, άμισχα σταχτοπράσινα και άνθη ασπροδερά ή ασπρογάλαζα, πολλά μαζί. Στις μασχάλες των φύλλων.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε μερικά μέρη της Ελλάδας ( Χάλια Βοιωτίας κλπ.) και καλλιεργείται σε διάφορες περιοχές ως καλλωπιστικό. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 0,80-1 επί 1-1,20 μ.. Άνθηση : Σχεδόν όλο το χρόνο.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα και άνθη χρησιμοποιούνται ως άρτυμα σε διάφορα φαγητά και θεωρούνται τονωτικά, σπασμολυτικά, ευστόμαχο, χολαγωγά, εμμηναγωγά, εκτρωτικά, αντιρευματικά, εφιδρωτικά, αντιδιαβητικά, ανθελμινθικά και ηρεμιστικά. Επίσης περιέχουν αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία και στη σαπουνοποιΐα.
    TOP

    ΣΑΛΒΙΑ η φαρμακευτικήΣΑΛΒΙΑ η φαρμακευτική
    Όνομα : Salvia officinalis L., ελελίσφακος ο φαρμακευτικός, φασκομηλιά, φασκόμηλο, αλισφακιά, χαμοσφακιά, μοσχακίδη, μηλοσφακιά, φλασκομηλιά, φουσκομηλιά, λουσφάκι, φάσκος, αγριοσφακιά.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για τον ελελίσφακο του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη που το αναφέρουν επίσης ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός κ.α. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το έδιναν στις γυναίκες για να τις κάνουν γόνιμες, ενώ οι Λατίνοι το ονόμαζαν «φυτό ιερό».
    Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, χνουδωτό, ύψους 30-50 εκατ., φύλλα λογχοειδή ή προμήκη, οδοντωτά, χνουδωτά, πράσινα ή σταχτιά και άνθη ιώδη, σε αραιούς σπονδύλους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται κυρίως σε ορεινά θαμνώδη μέρη της Μακεδονίας. Ευδοκιμεί τόσο σε θερμές όσο και σε ψυχρές περιοχές (νησιά, ηπειρωτική Ελλάδα) και σε χωράφια ασβεστούχα, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 70-80 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται ευστόμαχο, διουρητικό, αντισπασμωδικό, κατευναστικό των νεύρων, αντιαιμορραγικό, στυπτικό, αντιβηχικό, αντιαρθριτικό, αντιπυρετικό, εμμηναγωγό, αεραγωγό και αποχρεμπτικό.
    TOP

    ΣΑΛΒΙΑ η μηλοφόροςΣΑΛΒΙΑ η μηλοφόρος
    Όνομα : Salvia pomifera L., ελελίσφακος ο μηλοφόρος, μηλοσφακιά, αγριοσφακιά, αλισφακιά, φλασκομηλιά, φουσκομηλιά, φασκομηλιά.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για τον ελελίσφασκο με το «τραχύτερο φύλλο» του Θεόφραστου που το αναφέρει και ο Διοσκουρίδης.
    Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ισχυρό, χνουδωτό, ύψους 50-100 εκατ., φύλλα έμμισχα, αυγοειδή ή προμήκη, λίγο χνουδωτά, σταχτιά και άνθη κοκκινοϊώδη, σε βότρεις 2-6 ανά σπόνδυλο.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη μέρη στη νότιο Ελλάδα, στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά-μέτριας γονιμότητας.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για τη μαγειρική, τη σαπωνοποιία και τη φαρμακοποιία. Θεωρείται επίσης ευστόμαχο και τονωτικό.
    TOP

    ΣΑΛΒΙΑ η λιβαδικήΣΑΛΒΙΑ η λιβαδική
    Όνομα : Salvia pratensis L., αλιφασκιά, σφακομηλιά.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Αναφέρεται ότι το καλλιεργούσαν στους κήπους της Αγγλίας τον 16ον αιώνα ενώ έκτοτε αυτοφύεται σ΄ όλη την Ευρώπη.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό με λίγες διακλαδώσεις ύψους 30-70 εκατ. Φύλλα στενόμακρα, λίγο οδοντωτά, πράσινα και άνθη κυανοιώδη μεγάλα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και βοσκότοπους σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται ευστόμαχο.
    TOP

    ΣΑΛΒΙΑ η ερυθρανθήςΣΑΛΒΙΑ η ερυθρανθής
    Όνομα : Salvia sclarea L., σάλβια σκλάρεα, γοργόγιαννη, αϊ-γιάννης.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Η αρχική προέλευση του είναι οι παραμεσόγειες χώρες απ΄ τις οποίες διαδόθηκε στην Κεντρική Ευρώπη, στην Ασία κλπ. Η κυριότερη χώρα παραγωγής του είναι η Σοβιετική Ένωση. Μικροποσότητες παράγουν επίσης η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, το Μαρόκο κ.α.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, με πυκνό τρίχωμα, ισχυρό, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα έμμισχα πλατιά, αυγοειδή, στη βάση καρδιοειδή, χνουδωτά, σταχτοπράσινα και άνθη ασπροκόκκινα, σε ακραίες μεγάλες ταξιανθίες.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, μέσης συστάσεως, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 60-80 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος - Αύγουστος.
    Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί, όταν οι σπόροι στο μέσο της ταξιανθίας πάρουν χρώμα καφετί.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Καλλιεργείται κυρίως για το αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και στην αρωματοποιία. Οι ξηροί ανθοφόροι βλαστοί χρησιμοποιούνται στην παρασκευή ηδύποτων. Εξάλλου το αφέψημα τους θεωρείται κατάλληλο για τη θεραπεία του πονόματου, ενώ το εκχύλισμα σε κρασί θεωρείται τονωτικό και εμμηναγωγό. Επίσης το υπέργειο τμήμα θεωρείται ευστόμαχο, ανθυστερικό, διεγερτικό, φταρμιστικό και αντικαταρροϊκό.
    TOP

    ΣΑΛΒΙΑ η τρίλοβηΣΑΛΒΙΑ η τρίλοβη
    Όνομα : Salvia triloba L., ελελίσφακος ο τρίλοβος, αλισφακιά, αλιφακιά, φασκιά, φασκομηλιά, φάσκος.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για το σφάκο του Θεόφραστου που όπως αναφέρει έχει «λειότερο το φύλλο και έλλατον».
    Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ισχυρό, χνουδωτό, ύψους 30-60 εκατ., φύλλα προμήκη ή λογχοειδή, χνουδωτά, σταχτιά με δύο λοβούς στη βάση και άνθη ιώδη, σε βότρεις 2-6 ανά σπόνδυλο.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα ή θαμνώδη μέρη σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης, της Κεφαλληνίας και άλλων νησιών. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά φτωχά-μέτριας γονιμότητας.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για τη μαγειρική, τη σαπωνοποιία και τη φαρμακοποιία. Θεωρείται επίσης ευστόμαχο, αντιπυρετικό, τονωτικό και διουρητικό.
    TOP

     ΤΣΑΙ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥΤΣΑΪ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
    Όνομα : Sideritis scardica Gris., σιδηρίτης, τσάι του Ολύμπου.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το όνομά του προέρχεται κατά μια μεν εκδοχή από την ικανότητα του φυτού να θεραπεύει τις πληγές που προκαλούνται από σιδερένια αντικείμενα, κατ΄ άλλων δε από τα δόντια του κάλυκα που έχουν σχήμα αιχμής λόγχης. Επίσης μια τρίτη εκδοχή είναι ότι το όνομα σιδηρίτις προέρχεται από το σίδηρο επειδή το φυτό αυτό περιέχει αρκετή ποσότητα από το στοιχείο αυτό.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό απλό ή διακλαδισμένο, τετραγωνικό, λίγο ξυλώδη στη βάση, φύλλα τα κατώτερα έμμισχα και τα ανώτερα άμισχα λογχοειδή, λίγο πριονωτά με άσπρο χνούδι και άνθη έντονα κίτρινα σε ακραίες ταξιανθίες.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε βραχώδη μέρη και σε υψόμετρο πάνω από 1000μ. στον Όλυμπο, στον Κίσαβο, στο Πήλιο κ.α. Καλλιεργείται στους νόμους Μαγνησίας και Κοζάνης. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές και σε χωράφια, ασβεστούχα, πετρώδη, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούλιος - Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι ανθοφόροι βλαστοί χρησιμοποιούνται ως τσάι και θεωρούνται ευστόμαχοι, εφιδρωτικοί, τονωτικοί, αντιερεθιστικοί, αντιδιεγερτικοί και αντιαναιμικοί γιατί περιέχουν σίδηρο.
    TOP

    ΣΤΑΧΥΣΣΤΑΧΥΣ
    Όνομα : Stachys germanica L., στάχυς ο γερμανικός.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης το αναφέρει ως στάχυ.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα ασπροπράσινα με βελούδινο τρίχωμα, τα κατώτερα αυγοειδή – προμήκη και τα ανώτερα λογχοειδή που στενεύουν στη βάση και άνθη ρόδινα σε πολυανθείς σπονδύλους.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα ορεινά μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά μέτριας γονιμότητας, ασβεστούχα, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
    Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιπυρετικό και εφιδρωτικό.
    TOP

     ΤΕΥΚΡΙΟΤΕΥΚΡΙΟ
    Όνομα : Teucrium polium L., τεύκριο το κοινό, της αγάπης το βοτάνι, της Παναγίας το βοτάνι, λιβανόχορτο, πόλιο, αμάραντο, ασπρόχορτο, νουζλόχορτο, στομαχοβότανο, ύσσωπος, παναγιόχορτο.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για το πόλιο του Θεόφραστου, που πίστευε ότι προφύλασσε τα ρούχα από τον σκόρο. Επίσης αναφέρεται ότι το χρησιμοποιούσαν για τη γονιμόποίηση των σύκων.
    Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο τετραγωνικό, πολύ τριχωτό, ύψους 10-30 εκατ., φύλλα αντίθετα, επιφυή λογχοειδή-σφηνοειδή, τριχωτά, σχεδόν άσπρα και άνθη σε σφαιρικά ή αυγοειδή κεφάλια.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε άγονα ή πετρώδη μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά-μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
    Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, σε πλήρη άνθηση.
    Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται επουλωτικό, αντιπυρετικό, υποτασικό, εντομοδιωκτικό, τονωτικό και διουρητικό.
    TOP

    ΘΥΜΑΡΙΘΥΜΑΡΙ
    Όνομα : Thymus sibthorpii Benth., θύμος ο σιβθόρπιος, θυμαράκι.
    Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα και πιθανόν να πρόκειται για τον ήμερο ερπύλο του Θεόφραστου.
    Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό ισχυρό, όρθιο, τετραγωνικό, με μικρό χνούδι, ύψους 15-25 εκατ., φύλλα έμμισχα, αντίθετα, λογχοειδή – ελλειψοειδή, τα παράνθια με άσπρες νευρώσεις και άνθη μικρά, ροδόχρωμα.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε λειβάδια και χέρσα μέρη της Βόρειας Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
    Πολλαπλασιασμός : Μ ε σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο και την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
    Άνθηση : Μάιος – Ιούλιος.
    Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.

    TOP



    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Lauraceae, δαφνώδη
    ΔΑΦΝΗ Του ΑπόλλωναΔΑΦΝΗ Του Απόλλωνα
    Όνομα : Laurus nobilis L., δάφνη η ευγενής, βάγια, βάϊα, δαφνόφυλλα.
    Οικογένεια : Lauraceae, δαφνώδη.
    Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια, ενώ ο Διοσκουρίδης το θεωρούσε φαρμακευτικό. Με κλαδιά δάφνης στεφάνωναν οι αρχαίοι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι τους ήρωες και τους νικητές. Η εκκλησία μας χρησιμοποιεί τα δαφνόκλαδα (βάγια ) στη γιορτή των Βαΐων.
    Περιγραφή : Είναι μικρό αειθαλές δένδρο. Έχει βλαστό πολύκλαδο, βαθυπράσινο, λείο, ύψους 3-5 μ., φύλλα εναλλασσόμενα, δερματώδη, λογχοειδή με πολλά νεύρα και άνθη αρσενικά, θηλυκά και ερμαφρόδιτα, εύοσμα, άσπρα ή κιτρινοπράσινα, στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός ( δαφνοκούκι ) έχει χρώμα κυανόμαυρο και μοιάζει με μικρή ελιά.
    Οικολογία : Αυτοφύεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και ιδίως στην Κρήτη, στην Κεφαλονιά, στη Θάσο, στο Πήλιο και στο Άγιον Όρος. Επίσης καλλιεργείται σε πάρκα και κήπους. Ευδοκιμεί σε δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
    Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο ( καρπό ) που σπέρνεται σε σπορείο. Τα μοσχεύματα δεν ριζοβολούν, εκτός αν τα βάλουμε σε υδρονέφωση. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη ή το φθινόπωρο σε αποστάσεις 2-2,5 επί 3-4.
    Άνθηση : Απρίλιος – Μάιος.
    Συλλογή : Τα δαφνόφυλλα τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο.
    Ιδιότητες : Είναι αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα δαφνόφυλλα χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως άρτυμα. Απ’ αυτά λαμβάνεται αιθέριο έλαιο (δαφνέλαιο) με απόσταξη, που χρησιμοποιείται στην σαπουνοποιΐα και στις βιομηχανίες τροφίμων. Επίσης θεωρούνται αντιρευματικά, αφιδρωτικά, χολαγωγά, ηπατικά αντιαρθριτικά, αντιδιαρροϊκά και τονωτικά της λειτουργίας της πέψης. Δαφνέλαιο λαμβάνεται επίσης και απ’ τους καρπούς με συμπίεση.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Leguminosae
    ΑΚΑΚΙΑΑΚΑΚΙΑ
    Όνομα : Acacia dealbata
    Αειθαλές δέντρο, με κλάδους όχι αγκαθωτούς, φύλλωμα αργυρόγκριζο και λείο, γκριζωπό φλοιό. Τα φύλλα μεγάλα, πτεροειδή (10-12 ζεύγη), μικρά (0,3-0,4 εκ.). τα άνθη σε ποδισκοφόρα, σφαιρόμορφα κεφάλια, σε βοτρυώδεις δέσμες.
    Καλλιεργείται ευρύτατα στην Ν. Ευρώπη, έχει διαδοθεί φυσικά και απαντιέται ως αυτοφυές.

    TOP


    ΧΑΡΟΥΠΙΑ Ceratonia siliqua L. Δέντρο (μέχρι 10 μ.) αειθαλές, με πυκνή, πλατιά κόμη και ισχυρό κορμό. Εμφανίζεται συχνά ως πυκνόκλαδος θάμνος. Με πολλές ποικιλίες, από αυτές η πιο ενδιαφέρουσα αυτή της περιοχής Πύργου της Κύπρου που παράγει άριστους και άφθονους καρπούς. Το ριζικό σύστημα βαθύ, πασαλώδες. Πολλαπλασιάζεται με σπόρους και παραβλαστήματα. Τα φύλλα με 2-5 ζεύγη μεγάλων, αποστρογγυλεμένων, δερματωδών γυαλιστερών φυλλαρίων. Τα άνθη διγενή, ή αρσενικά, πράσινα, σε βότρεις, εμφανίζονται το φθινόπωρο. Ο καρπός πολύ μεγάλος (μέχρι 20 εκ.) δερματώδης, καστανόχρωμος, γλυκός, τρώγεται. Είδος της θερμότερης περιοχής των αειφύλλων πλατυφύλλων. Προτιμά θερμά περιβάλλοντα (θερμοβιώτερο της ελιάς), αντέχει σε υψηλούς καύσωνες και μακρά ξηρασία. Ολιγαρκές, προσαρμόζεται σε ξηρά και φτωχά εδάφη. Αποφεύγει τα αμμώδη και ελώδη εδάφη. Συνιστάται για αξιοποίηση γυμνών, ξηρών, φτωχών εδαφών των θερμότερων περιοχών της χώρας. Παραμεσόγειο είδος. Σε μας, στη νότια Ελλάδα, σε συνδυασμό με το γλαυκοπράσινο χρώμα της ελιάς δημιουργεί μια έντονη αντίθεση το καλοκαίρι στο ξηρό κεραμόχρωμο τοπίο. Καλλιεργείται κυρίως για τους καρπούς-συχνά σε βαθμίδες-και ως καλλωπιστικό.
    TOP

    ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ CERCIS SILIQUASTRUM Οικογένεια : LEGUMINOSAE Προέλευση ονόματος : από το ελληνικό κερκίς = ξύλινη ράβδος και το λατινικό siliqua = λουβί, λοβός οσπρίων. Κοινή ονομασία : κουτσουπιά. Τοπική ονομασία : κοκκικιά. Περιγραφή : πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο ύψους μέχρι 10 μ. που χαρακτηρίζεται από κορμανθία. Ανθίζει μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου. Τα ροζ άνθη βγαίνουν κατ’ ευθείαν στον κορμό και στα κλαδιά και συνήθως εμφανίζονται πριν τα φύλλα. Τα καρδιόσχημα φύλλα στην αρχή είναι γυαλιστερά, όσο όμως μεγαλώνουν αποκτούν μια θαμπή απόχρωση. Το μήκος τους κυμαίνεται μεταξύ 7-12 εκ.. Τα άνθη, μήκους 0,2 εκ. αποτελούνται από τρία επάνω πέταλα και δύο στο κατώτερο τμήμα τους. Ο καρπός είναι ένας πλατύς λοβός μήκους 6-10 εκ. που γίνεται μαλακός και καστανός όταν ωριμάσει. Περιέχει πολλούς μικρούς σπόρους. Συναντάται σε : βραχώδεις λόφους, μακία, δάση, ανάμεσα σε ελαιώνες, κήπους. Είναι χαρακτηριστικό δέντρο της άνοιξης, αφού με το έντονο χρώμα των λουλουδιών του γεμίζει πεδινές και ορεινές εκτάσεις με την ομορφιά του. Παράδοση-χρήσεις : Οι αρχαίοι έλληνες δεν αναφέρουν πουθενά την κουτσουπιά. Είναι λίγο περίεργο, αφού αποτελεί τον προάγγελο της άνοιξης. Στην Ευρώπη πάντως είναι γνωστή σαν δέντρο του Ιούδα.
    TOP

    ΓΚΛΕΝΤΙΤΣΙΑ Gleditsia triaconthos Φυλλοβόλο δέντρο της Β. Αμερικής που συχνά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό στην Κ. και Ν. Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από τα αγκάθια σε δέσμες στον κορμό. Τα φύλλα πτεροειδή ή διπλά πτεροειδή με πολυάριθμα πριονωτά φυλλάρια. Τα άνθη εύοσμα σε βοτρυώδεις ταξιανθίες. Ο καρπός χέδρωπας μεγάλος (30-45 εκ.) με πλάτος 2-3 εκ.
    TOP

    ΜΗΔΙΚΗ MΗΔIKH (ΜΕDICAGO SATIVA) Η Μηδική ανήκει στην οικογένεια Leguminosae της τάξης Rosales της κλάσης των δικοτυλήδονων. Η Μηδική είναι το πιο σπουδαίο καλλιεργούμενο είδος από τα γνωστά 60 περίπου είδη φυτών του γένους Medicago της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι φυτό ποώδες, πολυετές. Φέρει φύλλα σύνθετα που αποτελούνται από τρία φυλλάρια. Τα άνθη είναι κίτρινα, σπανίως ιόχροα και φέρονται σε βραχείς βότρεις. Ο κάλυκας τους είναι κωδωνοειδής με πέντε σχεδόν ισομήκεις οδόντες. Η στεφάνη αποτελείται από τον πέτασο, που είναι ευθύς ή ελαφρώς κεκαμένος προς τα έξω, τις πτέρυγες που είναι χωρισμένες εμπρός και την τρόπιδα. Οι στήμονες είναι δέκα, από τους οποίους οι εννέα είναι ενωμένοι με τα νήματά τους και ο άλλος ελεύθερος. Οι λοβοί έχουν σχήμα δρεπανοειδές και συνηθέστερα ελικοειδές. Οι βλαστοί και τα φύλλα της Μηδικής αποτελούν το σπουδαιότερο μέρος του φυτού δεδομένου ότι είναι εκείνο που συγκομίζεται ή βοσκείται από τα ζώα.
    Η Μηδική είναι ένα σχετικά ανθεκτικό στην ξηρασία φυτό εξ' αιτίας του εκτεταμένου ριζικού της συστήματος. Έτσι προσαρμόζεται ικανοποιητικά σε ξηρές συνθήκες .
    TOP

    ΨΕΥΔΑΚΑΚΙΑ ROBINIA PSEUDOACACIA Τα άνθη της είναι μικρότερα από την Sophora, σε όρθιες ταξιανθίες, οι κλάδοι χωρίς αγκάθια και ο φλοιός διαφορετικός. Καλλιεργείται στην Κ. και Ν. Ευρώπη ως καλλωπιστικό, σε αρκετές περιοχές απαντιέται ως αυτοφυές.
    TOP

    ΣΟΦΟΡΑ ΙΑΠΩΝΙΚΗ Τα άνθη ψυχόμορφα με εμφανή πέταλα και 10 ελεύθερους στήμονες. Περιλαμβάνει το Sophora Japonica. Δέντρο της Α .Ασίας. τα φύλλα πτεροειδή, περιττόληκτα, με 3-8 ζεύγη ωοειδών-λογχοειδών, γυαλιστερών, βαθυπράσινων φυλλαρίων. Τα άνθη λευκωπά ή ελαφρώς ροδόχρωμα, σε κωνικόμορφες δέσμες. Ο καρπός- χέδρωπας (5-8 εκ.) πεπλατυσμένος εμφανώς πιεσμένος μεταξύ των σπερμάτων, χωρίς τρίχωμα.
    TOP

    ΤΡΙΦΥΛΛΙ ΚΟΚΚΙΝΟ TRIFOLIUM PRATENSE Τοπική ονομασία: τριφύλλι. Περιγραφή: μονοετές, χνουδωτό φυτό ύψους 10 – 40 εκ. Φύλλα τρίφυλλα. Τα άνθη, πορφυρού χρώματος, αναπτύσσονται ανά 1 ή ανά δύο μαζί στην κορυφή των βλαστών. Oι λοβοί που περιέχουν τους σπόρους είναι κυματοειδείς και χωρίς τριχίδια. Συναντάται σε: καλλιεργημένους αγρούς, ελαιώνες, βραχώδεις ακτές
    TOP

    ΤΡΙΦΥΛΛΙ ΑΣΠΡΟ TRIFOLIUM REPENS Οικογένεια: LEGUMINOSAE Προέλευση ονόματος: TRIFOLIUM: από το ελλ. τριφύλλι. Επειδή τα φύλλα του παρουσιάζονται σε ομάδες των τριών. REPENS: (λατ.) = ξαφνικός. Επειδή τα άνθη του εμφανίζονται ξαφνικά, απροσδόκητα. Κοινή ονομασία: τριφύλλι. Τοπική ονομασία: τριφύλλι. Περιγραφή: πολυετές φυτό υψ. 5-20 εκ., με τριχωτό βλαστό που διακλαδώνεται εύκολα και γρήγορα σχηματίζει μεγάλες συστάδες. Τα φύλλα είναι τρίφυλλα με λευκές ή καστανές καρδιόσχημες ραβδώσεις. Τα άνθη λευκά, κίτρινα ή ροζ, μυρίζουν όμορφα και έχουν μηκ. 8-13 χλσ.. Σχηματίζουν κεφάλια, πολλά μαζί. Ανθίζει μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου. Συναντάται σε: ανοιχτά λιβάδια, κήπους και αγρούς. Παράδοση-χρήσεις: το τριφύλλι θεωρείται χαλαρωτικό και αποχρεμπτικό, χρήσιμο στη θεραπεία του βήχα, της βρογχίτιδας και του κοκίτη. Χρησιμοποιείται ακόμη κατά δερματοπαθειών όπως το έκζεμα και η ψωρίαση και είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για παιδιά που πάσχουν από εκζεματικό - ασθματικό σύνδρομο.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Liliaceae, λιλιίδη ΚΡΕΜΜΥΔΙ ΆΛΛΙΟΝ ΤΟ ΚΟΙΝΟ (Allium Capa) Κοινώς κρεμμύδι. Ανήκει στην ίδια οικογένεια. Είναι το κοινό κρεμμύδι, που καλλιεργείται στους κήπους. Φυτό ποώδες, δίχρονο και βολβώδες. Έχει φύλλα σωληνωτά, πράσινα, κούφια. Στέλεχος κούφιο, στο κάτω μέρος, εξογκωμένο. Πίζα κρεμμύδι. Ύψος κατά την ποικιλία. Ανθίζει από Ιούνιο μέχρι του Αυγούστου. Το άνθος του είναι πρασινωπό, λευκό με μακρύ στέλεχος, σαν ομπρέλα.
    TOP

    ΑΣΦΟΔΕΛΟΣ Όνομα : Asphodelus luteus L., ασφόδελος ο κίτρινος, ασφοδελίνη, ασφέρδουκλας, ασφοδήλι, ασφοντύλι, ασφόντυλος, ακαρώνι, άρβυκας, περιδρομόχορτο, σπερδούκλι, σπερδούκλα, σφερδούκλας, σφερδούλακας, σπουρδακύλα. Οικογένεια : Liliaceae, λιλιίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Ο Όμηρος το αναφέρει ως σύμβολο πένθους των ψυχών, ενώ κατά το Διοσκουρίδη οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν διουρητικό, εμμηναγωγό, και αντιβηχικό. Κατά τον Ησίοδο και τον Πλούταρχο ήταν ευτελής τροφή. Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο ύψους 50-100 εκατ., φύλλα στο κάτω μέρος του βλαστού στενόμακρα 6-15 εκατ., άνθη χρυσοκίτρινα σε βότρεις και καρπό σχεδόν σφαιρικό. Οικολογία : Αυτοφύεται σε φτωχά και εγκαταλελειμμένα μέρη σ’ όλη την Ελλάδα, όπου καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές προσήλιες περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτρια, ξηρικά, στραγγερά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ’ ευθείας στο χωράφι και με κονδύλους. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ. Άνθηση : Απρίλιος – Ιούνιος. Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, ενώ οι κόνδυλοι το φθινόπωρο. Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, φαρμακευτικό, και μελισσοτροφικό. Οι βολβοί του χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως τροφή των φτωχών, ενώ ολόκληρο το φυτό θεωρείται αντιβηχικό και διουρητικό.
    TOP

    ΚΡΙΝΟΣ Όνομα : Lilium candidum L., λίλιο ή λείριο το πάλλευκο, άσπρος κρίνος, κρίνος της Παναγίας, βουρλοπίδι. Οικογένεια : Liliaceae, λιλιίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα ως «ανθός ανθέων». Τη γέννηση του Χριστού ανήγγειλε ο αρχάγγελος μ’ ένα άσπρο κρίνο, ενώ οι πρώτοι χριστιανοί το αφιέρωσαν στην Παρθένο Μαρία ως έμβλημα της αγνότητας. Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ύψους 0,70-1 μ., φύλλα πυραμιδοειδή, σ’ όλο το μήκος του με τα παράρριζα και τα κατώτερα απλωτά, οριζόντια και άνθη μεγάλα, ωραία, άσπρα, ευοσμότατα, ανά 2-3 σε επιμήκεις βότρεις. Ο βολβός είναι σφαιρικός άσπρος – κιτρινωπός, διαμέτρου 5-10 εκατ.. Οικολογία : Δεν αυτοφύεται, αλλά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε γλάστρες και σε κήπους. Ευδοκιμεί σε πεδινές και σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά. Πολλαπλασιασμός : Με βολβούς που φυτεύονται Αύγουστο – Σεπτέμβριο σε αποστάσεις 25-30 επί 35-40 εκατ.. Οι μεγάλοι βολβοί δίνουν άνθη τον ίδιο χρόνο της φυτεύσεως, ενώ οι μικροί τον επόμενο. Άνθηση : Μάιος – Ιούλιος. Συλλογή : Τα άνθη λίγο πριν ανοίξουν τις πρωινές ώρες, ενώ οι βολβοί το φθινόπωρο. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Τα άνθη του περιέχουν εκλεκτής ποιότητας αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία, ενώ οι βολβοί του θεωρούνται μαλακτικοί, τονωτικοί και στυπτικοί.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Malvaceae, μαλβίδη ΔΕΝΔΡΟΜΟΛΟΧΑ Όνομα : Lavatera arborea L., λαβατέρα ή δενδρώδης. Οικογένεια : Malvaceae, μαλβίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ ΄την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται, για την «αποδενδρουμένη μαλάχη» του Θεόφραστου. Περιγραφή : Είναι διετής ή πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, ξυλώδη ύψους 1-2,5 μ., φύλλα μεγάλα, καρδιοειδή στη βάση με 5-7 τριγωνικούς λοβούς, οδοντωτά, με αραιό τρίχωμα στην άνω και πυκνό στην κάτω επιφάνεια και άνθη ωραία μεγάλα ρόδινα στις μασχάλες των φύλλων. Οικολογία : Αυτοφύεται κυρίως σε ξηρούς παράκτιους τόπους σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε παραθαλάσσιες δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 60-70 επί 80-90 εκατ.. Άνθηση : Μάιος – Σεπτέμβριος. Συλλογή : Τα άνθη και φύλλα σε πλήρη άνθηση και οι ρίζες το φθινόπωρο. Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Όλα τα μέρη του θεωρούνται μαλακτικά, καταπραϋντικά και αποχρεμπτικά
    TOP

    ΜΟΛΟΧΑ Όνομα : Malva sylvestis L., μάλβα η άγρια, αγριομολόχα, μαλάχη, αμπελόχη, μουλάγκα. Οικογένεια : Malvaceae, μαλαχίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα που πίστευαν ότι κάνει καλό στις αρτηρίες και θεραπεύει τις νεφροπάθειες. Ο Πλίνιος την ονόμαζε «τροφή των φτωχών». Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, τριχωτό, ύψους 60-100 εκατ., φύλλα εναλλασσόμενα , παλαμοειδή με 5-7 λοβούς, επίσης χνουδωτά και άνθη κοκκινωπά, μεγάλα. Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργούμενα και χέρσα μέρη σ’ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέσης γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ. Άνθηση : Μάιος – Οκτώβριος. Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση για φαρμακευτικούς σκοπούς, ενώ τα φύλλα όταν είναι τρυφερά ως εδώδιμα. Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και εδώδιμο. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται μαλακτικό, αποχρεμπτικό, καθαρτικό, ηπατικό, δροσιστικό, αντιφλογιστικό και διουρητικό.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Myrtaceae, μυρτίδη ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΣ Όνομα : Eucalyptus globulus Lab., ευκάλυπτος ο σφαιρικός. Οικογένεια : Myrtaceae, μυρτίδη Ιστορικό : Πατρίδα του θεωρείται η Αυστραλία, όπου τεράστιες εκτάσεις καλύπτονται από μεγάλα δένδρα. Επίσης πολύ διαδεδομένο δένδρο είναι στην Ινδία, στις Φιλιππίνες, στη Νότιο Αμερική, στην Αλγερία, στην Ισπανία κ.α. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε από τον Ορφανίδη το 1864. Περιγραφή : Είναι αειθαλής δένδρο. Έχει κορμό λείο, ύψους πάνω από 10μ., φύλλα έμμισχα, εναλλασσόμενα, δρεπανοειδή, τεφροπράσινα και άνθη ασπροπράσινα σχεδόν επιφυή, ανά 2-3. Οικολογία : Στην χώρα μας βρίσκεται στις νότιες περιοχές κυρίως σε δενδροστοιχίες. Ευδοκιμεί σε περιοχές με ζεστό κλίμα και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά. Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και λιγότερο με μοσχεύματα και με εναέριες καταβολάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 4-6 μ.. Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος. Συλλογή : Οι κορυφές των βλαστών και τα φύλλα, Απρίλιο – Αύγουστο. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Από τις κορυφές των βλαστών και τα φύλλα λαμβάνεται αιθέριο έλαιο (ευκαλυπτέλαιο) που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη φαρμακοποιία, στη ζαχαροπλαστική, στην οδοντοκρεμοποιία κλπ.. Τα φύλλα και το αιθέριο έλαιο θεωρούνται επίσης αντισηπτικά, αντιασθματικά, δροσιστικά και αντιβρογχικά.

    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Oenotheraceae, οινοθηρίδη. ΟΙΝΟΘΗΡΑ Όνομα : Oenothena biennis ., οινοθήρα η διετής. Οικογένεια : Oenotheraceae, οινοθηρίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις οίνος και thera. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Πλίνιος, χωρίς να έχει εξακριβωθεί αν πρόκειται για το ίδιο φυτό. Περιγραφή : Είναι διετής πόα. Έχει βλαστό τριχωτό, όρθιο, διακλαδιζόμενο απ’ τη βάση, ύψος 0,60-1,20 μ., φύλλα στη βάση σε ρόδακα, έμμισχα, προμήκη ενώ τα υπόλοιπα λογχοειδή, οδοντωτά και άνθη κίτρινα. Οικολογία : Αυτοφύεται σε αμμώδεις και πετρώδεις τοποθεσίες σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μετρίας γονιμότητας, ξηρικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ’ ευθείας στο χωράφι την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ. Άνθηση : Ιούνιος – Οκτώβριος Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση και η ρίζα το φθινόπωρο. Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται στυπτικό, ενώ η ρίζα του είναι εδώδιμη. Η αλοιφή είναι καλή για τους ερεθισμούς του δέρματος.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Oleraceae, ελαιίδη ΓΙΑΣΕΜΙ Όνομα : Jasminum gradiflorum L., ίασμος ο μεγανθής, χιώτικο γιασεμί, γιάσμινο. Οικογένεια : Oleraceae, ελαιίδη. Ιστορικό : Πριν από αμνημονεύτων χρόνων στην Ινδία χρησιμοποίησαν τα άνθη του τόσο στις θρησκευτικές τελετές, όσο και για αρωματισμό. Απ’ εκεί μεταφέρθηκε στη Βόρεια Αφρική και αργότερα στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Περιγραφή : Είναι αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό κληματώδη, λείο, φύλλα αντίθετα, σύνθετα με 5-7 φυλλάρια και άνθη ευοσμότατα, εσωτερικά άσπρα και εξωτερικά λίγο κοκκινωπά. Οικολογία : Κυριότερες χώρες παραγωγής είναι το Μαρόκο, η Αίγυπτος και η Γαλλία. Στη χώρα μας καλλιεργήθηκε πριν από χρόνια, για το αιθέριο έλαιο στη Μεσσηνία, ενώ τώρα καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό. Ευδοκιμεί σε θερμές νησιώτικες ή παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια μέσης συστάσεως, ποτιστικά, στραγγερά. Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με μοσχεύματα, που ριζοβολούν δύσκολα εκτός αν τα βάλουμε σε υδρονέφωση. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1-1,5 επί 1,5-2 μ.. Επίσης πολλαπλασιάζεται με καταβολάδες όταν οι βλαστοί έχουν μεγάλο μήκος. Άνθηση : Ιούνιος – Οκτώβριος. Συλλογή : Τα άνθη σ’ όλη τη διάρκεια της ανθήσεως τις πρωϊνές ώρες. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Τα άνθη του περιέχουν εκλεκτής ποιότητας αιθέριο έλαιο ( γιασιμέλαιο ) που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία
    TOP

    ΣΥΡΙΓΓΑ Όνομα : Syringa vulgaris L., σύριγγα η κοινή, πασχαλιά, λιλά. Οικογένεια : Oleraceae, ελαιίδη. Ιστορικό : Κατάγεται από την Μικρά Ασία. Την καλλιεργούσαν στην Κωνσταντινούπολη με το όνομα lilac, απ΄ όπου διαδόθηκε στις άλλες χώρες του 16ου αιώνα. Περιγραφή : Είναι θάμνος ή δένδρο φυλλοβόλο. Έχει βλαστό πολύκλαδο ύψους 1-6 μ., φύλλα αντίθετα, έμμισχα, λεία, αυγοειδή με καρδιοειδή βάση και άνθη μπλέ, ιώδη ή άσπρα, σε ωραίες μεγάλες ακραίες φόβες. Οικολογία : Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε κήπους και πάρκα σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές, αλλά και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια κυρίως ποτιστικά, μέτριας γονιμότητας-πλούσια. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 2 επί 3 μ. Άνθιση : Απρίλιος - Μάιος. Συλλογή : Τα άνθη όταν ανοίξουν. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Τα άνθη του περιέχουν εκλεκτής ποιότητας αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία. Τα φρέσκα φύλλα θεωρούνται αντιελονοσιακά, ενώ ο φλοιός θεωρείται τονωτικός, στυπτικός και αντιπυρετικός.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Papaveraceae, παπαβερίδη ΜΗΚΩΝ η ροιάς Όνομα : Papaver rhoeas L., παπαρούνα, κόκκινη παπαρούνα, λαλές, πιπιρούνα, τσουκνάδα, μολατίνα. Οικογένεια : Papaveraceae, παπαβερίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για τη μήκωνα τη μέλαινα του Θεόφραστου. Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, ύψους 30-60 εκατ., φύλλα φτεροσχιδή, οδοντωτά και άνθη κόκκινα μεγάλα σε μεγάλους ποδίσκους. Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργημένα και ακαλλιέργητα μέρη σ’ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται νωρίς την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ. Ο σπόρος μπορεί να σπαρεί και απ’ ευθείας στο χωράφι, αν αραιωθεί με αμμόχωμα. Άνθηση : Απρίλιος – Αύγουστος. Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, ως εδώδιμο, πριν από την άνθηση και ως φαρμακευτικό σε πλήρη άνθηση. Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, ζιζάνιο, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται μαλακτικό, καταπραϋντικό, αποχρεμπτικό, ναρκωτικό, αντιασθματικό και αντιπυρετικό.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Pedaliaceae ΣΟΥΣΑΜΙ Σήσαμον ή Σουσάμι (sesamum indicum) Οι αγρότες σπέρνουν το σουσάμι από τις 15 έως τις 25 Ιουνίου Το σησάμι είναι φυτό με ύψος 100-120cm, το οποίο αναπτύσει απλά ή διακλαδισμένα στελέχη. Τα φύλλα του φύονται στους κόμβους εναλλάξ ή αντικρυστά. Ένα σε κάθε τρία άνθη, μήκους 4-5 cm, γονιμοποιείται και αργότερα αναπτύσεται ο υποδοχέας που φέρει τους σπόρους. Το φυτό αρχίζει να ανθίζει 40-50 ημέρες μετά τη σπορά και η ανθοφορία συνεχίζεται μέχρι πλήρους ωριμότητας του φυτού. Ο αναποδογυρισμένος υποδοχέας ανοίγει από την κορυφή και απελευθερώνει τους σπόρους. Η αραβική φράση «σουσάμι άνοιξε» λέγεται ότι προέρχεται από τις κινήσεις που κάνει η κάψουλα για να ανοίξει. Κάθε κάψουλα περιέχει 70-100 σπόρους. Το φυτό αντέχει στην ξηρασία και μπορεί να αναπτυχθεί σε περιοχές όπου υπάρχει αρκετή βροχόπτωση. Έχει καλά αναπτυγμένο ριζικό σύστημα το οποίο μπορεί να βρει νερό και σε βαθύτερα στρώματα. Το σουσάμι της φημιζόταν για το μέγεθος του σπόρου και την περιεκτικότητα του σε λάδι που έφτανε το 48%, η δε εμπορία του απέφερε σημαντικό εισόδημα στην αγροτική οικογένεια. Το σουσάμι, ο σησαμούς των Βυζαντινών, αλλά και τα παράγωγα προϊόντα του, το ταχίνι και το σουσαμέλαιο.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ:Pinaceae ΤΡΑΧΕΙΑ ΠΕΥΚΗ Pinus brutia. Πεύκη τραχεία Δέντρο με ύψος μέχρι 20 μ (σπανίως 30). Κόμη στην αρχή κωνική, αργότερα πλατύτερη. Κορμός και πλευρικοί κλάδοι ευθείς. Φλοιός αρχικά λείος, αργότερα ερυθροκάστανος, με επιμήκεις σχισμές. Κλαδίσκοι γυμνοί, ερυθροκίτρινοι ή πρασινωποί. Οφθαλμοί χωρίς ρητίνη, μήκους 1-2 cm, ωοειδείς, με λέπια καστανωπά, κυρτά προς τα πίσω. Φύλλα ανά 2, μήκους 12-22 cm , σε σπειροειδή διάταξη, δύσκαμπτα, περιεστραμμένα, σκουροπράσινα, με παρυφές έντονα οδοντωτές (αισθητές με την αφή). Αρσενικοί κωνίσκοι κίτρινοι. Οι θηλυκοί έντονα ερυθροί, με μικρό ποδίσκο, στην αρχή όρθιοι, αργότερα κυρτοί προς τα κάτω. Άνθηση Μάρτιο-Απρίλιο. Κώνοι 5-11 x 4 cm, ωοειδείς, ελαφρώς γυαλιστεροί, καστανοί, ανά 2-3 σε σπόνδυλους, κάθετοι στους κλάδους, χωρίς ποδίσκο. Ωρίμανση Απρίλιο-Μάϊο του τρίτου χρόνου από την άνθηση. Ολιγαρκές, με ικανοποιητική ικανότητα προσαρμογής, φωτόφιλο. Στη Χαλκιδική, Θράκη, Θάσο, νησιά του Ν και Α Αιγαίου.
    TOP

    ΧΑΛΕΠΙΟΣ ΠΕΥΚΗ Pinus halepensis. Πεύκη χαλέπιος Δέντρο με ύψος μέχρι 20 μ. Κόμη πλατιά, ακανόνιστη. Κορμός και πλευρικοί κλάδοι συχνά στρεβλοί. Φλοιός στην αρχή ασημόγκριζος, λείος, αργότερα ερυθροκάστανος, με πολύ βαθιές, επιμήκεις σχισμές. Νεαροί κλαδίσκοι γυμνοί, παραμένουν ανοιχτόγκριζοι για αρκετά χρόνια. Οφθαλμοί χωρίς ρητίνη, κωνικοί, αμβείς ή ελαφρώς οξυκόρυφοι, με ερυθροκάστανα λέπια. Φύλλα ανά 2, μήκους 6-15 cm, σε σπειροειδή διάταξη, λεπτά, ανοιχτοπράσινα, με ελαφρώς οδοντωτές παρυφές. Αρσενικοί κωνίσκοι κίτρινοι.Οι θηλυκοί πορφυρέρυθροι, με ποδίσκο, στην αρχή όρθιοι, αργότερα στρέφονται προς τα κάτω. Άνθηση Μάρτιο-Απρίλιο. Κώνοι 5-12 x 4 cm, οωειδείς, οξυκόρυφοι, γθαλεστεροί, καστανοί, με κυρτό προς τα πίσω ποδίσκο(μήκους 1,5-3 cm). Ωρίμανση τον Απρίλιο- Μάϊο του τρίτου χρόνου από την άνθηση. Ολιγαρκές, με μεγάλη ικανότητα προσαρμογής, αναπτύσσεται και σε περιβάλλοντα με δυσμενείς εδαφικές συνθήκες, με μεγάλες απαιτήσεις σε φώς. Στην Πελοπόννησο, Αττική, Στερεά Ελλάδα, Πήλιο, κλπ. Είδος των περιοχών της Μεσογείου.
    TOP

    ΜΑΥΡΗ ΠΕΥΚΗ Pinus nigra. Μαύρη πεύκη Δέντρο με ύψος μέχρι 30 μ. και διάμετρο μέχρι 1,5 μ. Κόμη πλατιά πυραμιδοειδής, με θολοειδή κορυφή. Φλοιός καστανός ή σκουρόγκριζος, με βαθιές σχισμές. Οφθαλμοί πλατιά οωειδέις απότομα λεπτυνόμενοι στην κορυφή, ρητινοφόροι, με λέπια που φέρουν υπόλευκη, μεβρανώδη παρυφή. Νεαροί κλαδίσκοι γυμνοί, βαθυκάστανοι ή πορτοκαλοκάστανοι. Φύλλα ανά 2, μήκους 8-12(-18) cm, περιεστραμμένα ή ακανόνιστα κυρτά , σκουροπράσινα. Αρσενικοί κωνίσκοι ωοειδείς, κίτρινοι. Οι θηλυκοί ερυθροί, όρθιοι, φέρονται ανά 2-3(-4) στην άκρη των ετήσιων βλαστών. Kώνοι μήκους 5-9(12) cm, ωοειδείς, σχεδόν χωρίς ποδίσκο. Ωρίμανση διετής (Οκτώβριος-Νοέβριος). Ολιγαρκές με δυνατότητα ανάπτυξης σε ξηρά , άγονα εδάφη. Είδος της Βαλκανικής χερσονήσου. Στην Πελοπόννησο και βορειότερα Θάσο, Μυτιλήνη, Σάμο, Εύβοια.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Poaceae , Graminae ΑΡΑΒΟΣΙΤΟΣ Αραβόσιτος. ZEA MAIS Κοινώς καλαμπόκι. Αραποσίτι και Αραπόσταρο. Ανήκει στην οικογένεια των Αγρωστωδών. Το καλαμπόκι έχει φύλλα σπαθοειδή, μεγάλα, κορμό που φτάνει τα 2 μέτρα, άνθη σε φούντα και ρίζα επιπόλαιη. Είναι το γνωστό μας αραποσίτι. Ανθίζει τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Πατρίδα έχει την Αμερική και εισήχθη στην Ευρώπη μετά την ανακάλυψη της, όπου καλλιεργήθηκε πρώτα στην Ισπανία το 1560 και μετά στην Ιταλία. Έχει μεγάλη ποικιλία χρήσεως στη διατροφή των ανθρώπων και ζώων, στη βιομηχανία για την Παρασκευή αμύλου, στη ποτοποιία, στη ζαχαροπλαστική για γλυκά. Επίσης και στη φαρμακοποιία ως φαρμακευτικό φυτό
    TOP

    ΑΝΕΜΩΝΗ ΑΝΕΜΟΝΕ ΗΟRTENSIS Οικογένεια: RANUNCULACEAE Προέλευση ονόματος: ANEMONE: από το ελλ. άνεμος, ονομασία που δόθηκε στο φυτό από τον Θεόφραστο. HORTENSIS: (λατ.) = του κήπου. Κοινή ονομασία: ανεμώνη Τοπική ονομασία: ανεμώνη. Περιγραφή: η ανεμώνη αυτή έχει ένα κεντρικό στέλεχος που περιβάλλεται από φύλλα. Τα φύλλα αυτά είναι διαιρεμένα στα τρία, σχηματίζοντας πυκνές συστάδες γύρω από το κεντρικό στέλεχος του φυτού. Το ύψος της κυμαίνεται μεταξύ 15-45 εκ. Τα άνθη διαιρούνται σε 12 με 19 σέπαλα που το χρώμα τους ποικίλει από το ωχροπόρφυρο μέχρι το κοκκινωπό. Στις εικόνες φαίνεται η διαφορά στο χρώμα, που είναι εξ άλλου χαρακτηριστική στις ανεμώνες. Τα άνθη είναι μονήρη. Ανθίζει μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου. Συναντάται σε: αγρούς, ελαιώνες, αυλές, κήπους, δάση, από την παράκτια ζώνη μέχρι και την ορεινή. Παράδοση-χρήσεις: στην ελλ. μυθολογία πιστευόταν ότι από τις σταγόνες αίματος του Άδωνι γεννήθηκαν οι ανεμώνες. Συχνά καλλιεργείται σε κήπους για το ωραίο χρώμα της, τις ελάχιστες ανάγκες για τη συντήρησή της αλλά και επειδή δημιουργεί μεγάλες συστάδες συντελώντας στο διακοσμητικό αποτέλεσμα
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Ranunculaceae, βατραχίδη ΚΛΗΜΑΤΙΣ C.flammula L. – Κληματίς η φλογώδης, κ.αγράμπελη, αγραμπελίδα, κληματσίδα, χελιδονιά Αρκετά σφριγηλός θάμνος. Βλαστοί με πιεσμένο τρίχωμα μόνο στα γόνατα. Φύλλα διπλά πτεροειδή, φυλλάρια έμμισχα, ωοειδή ή ελλειψοειδή, δερματώδη, ανοιχτοπράσινα, πολυ αραιά τριχωτά, καυστικά στη γεύση. Άνθη λευκά, σε μασχαλιαίες, πυκνά τριχωτές φόβες. Λοβοί περιανθίου 0,9-1,2cm, αμβλυκόρυφοι, πυκνΆ τριχωτοί στις άκρες, λιγότερο στην επιφάνεια. Ανθήρες συχνά ισομήκεις των γυμνών νημάτων. Άνθηση Ιούνιο – Ιούλιο.
    TOP

    ΝΙΓΕΛΛΑ Όνομα : Nigella damascena L., νιγέλλα η δαμασκηνή, κουτσουλόχορτο, μαυροκούκι, τα νύχια της γάτας. Οικογένεια : Ranunculaceae, βατραχίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το Μελάνθιο του Διοσκουρίδη. Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, γωνιώδη, ύψους 20-50 εκατ., φύλλα πολυσχιδή σαν τρίχες και άνθη ασπρογάλαζα μονήρη, ακραία. Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργημένα ή χέρσα μέρη σ’ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά, ξηρικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ. Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος. Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση και τα σπέρματα Αύγουστο – Σεπτέμβριο. Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και τοξικό. Τα σπέρματα χρησιμοποιούνται ως αρτυματικά και θεωρούνται τονωτικά, διουρητικά, διεργετικά, χωνευτικά, υποτασικά και αντιπυρετικά.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Resedaceae, ρεζεντίδη ΡΕΖΕΝΤΑ Όνομα : Reseda lutea L., ρεζεντά η κίτρινη, ώχρα, ώχρηστα. Οικογένεια : Resedaceae, ρεζεντίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Αναφέρεται ότι στην Αρχαία Αίγυπτο το φυτό αυτό ήταν ένα απ΄ τα άνθη που στόλιζαν τα κρεβάτια στους τάφους όπου τοποθετούσαν τις μούμιες και το θεωρούσαν ότι είχε καταπραϋντικές ιδιότητες. Περιγραφή : Είναι μονοετές αλλά και πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ύψους 30-60 εκατ., φύλλα τα ανώτερα φτεροσχιδή και τα κατώτερα προμήκη και άνθη κιτρινοπράσινα σε επιμήκεις αραιούς βότρεις. Οικολογία : Αυτοφύεται σε άγονα ξηρά μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά φτωχά-μέτριας γονιμότητας. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ. Άνθηση : Απρίλιος - Σεπτέμβριος. Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση. Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, βαφικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται επουλωτικό, διουρητικό και εφιδρωτικό, ενώ η τριμμένη ρίζα αναδίδει ένα πικάντικο άρωμα. Στη βαφή δίνει ωραίο κίτρινο χρώμα.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Rhamnaceae ΠΑΛΙΟΥΡΙ Paliurus spina-christi Mill. Πολύ αγκαθωτός, πυκνόκλαδος, όρθιος θάμνος (μέχρι 5), με ευλύγιστους, όχι ευθείς, τριχωτούς κλαδίσκους. Τα ωοειδή, λεπτά πριονωτά ή λειόχειλα φύλλα (2-4 εκ.) σε δύο σπείρες. Τα κίτρινα, μικρά άνθη σε βότρεις. Ο καρπός χαρακτηριστικός, ξηρός, κιτρινέρυθρος, 3σπερμος, περιβάλλεται από κυματοειδές πτερύγιο. Είδος της θερμότερης περιοχής των φυλλοβόλων πλατυφύλλων, απαντάται σε πυκνούς αδιαπέραστους θαμνώνες των θερμότερων και ξηρότερων περιοχών των παραμεσόγειων περιοχών(εκτός από τα νησιά) και της Βαλκανικής χερσονήσου
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Rosaceae, ροδώδη ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ A.communis L. – Αμυγδαλιά η κοινή κ.μυγδαλιά. Θάμνος ή δένδρο με ύψος μέχρι 8m, χωρίς αγκάθια, με ευθείς κλάδους. Νεαροί κλαδίσκοι γυμνοί. Άτομα σε άγρια κατάσταση με αγκάθια και περιπλεγμένους κλάδους. Φύλλα δερματώδη, 2,5-12Χ2-3 cm, ωοειδώς λογχοειδή ή ελλειψοειδή, οδοντωτώς πριονωτά, αδενώδη, γυμνά ή χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια (τα νερά). Μίσχος 1-3cm. Άνθη λευκά ή ροδόχρωμα, με διάμετρο μέχρι 4cm, κυρίως σε ζεύγη. Υπάνθιο πλατιά καμπανοειδές. Σέπαλα πιληματώδη (τουλάχιστον στις παρυφές). Άνθηση Μάρτιο – Απρίλιο. Δρύπη μέχρι 5Χ3cm, άνισα ελλειψοειδής μέχρι επιμήκως ελλειψοειδής, πιεσμένη, λαδοπράσινη, με βελούδινο χνούδι. Μεσοκάρπιο δερματώδες, τελικά σχίζεται και αποχωρίζεται. Πυρήνας με λεπτά κοιλώματα, κάπως αυλακωτός και με τρόπιδα. Είδος της Κ, ΝΔ Ασίας και Β Αφρικής.συχνά καλλιεργείται για τα εδώδιμα σπέρματα (μύγδαλα) στη Ν και ΝΚ Ευρώπη, καθώς και ως καλλωπιστικό σε κήπους βορειότερα, στις παραμεσόγειες χώρες συχνά εμφανίζεται ως αυτοφυές.
    TOP

    ΒΕΡΙΚΟΚΙΑ C.vulgaris Lam. – Αρμενιακή η κοινή, αρμελινιά, ζαντραλιά Φυλλοβόλο δένδρο με ύψος μέχρι 15m. Φλοιός με επιμήκεις σχισμές, γκριζοκάστανος. Κλαδοί και νεαροί κλαδίσκοι γυμνοί. Φύλλα μέχρι 12Χ10cm, ωοειδή, σχεδόν κυκλικά, λεπτά πριωνοτά, γυμνά (σπανίως χνουδωτά τα νεαρά), συνήθως ερυθρωπά. Άνθη 5μερή, λευκά ή ωχροροδόχρωμα, με διάμετρο 2-3cm, σχεδόν απόδισκα, μεμονωμένα ή σε ζεύγη, εμφανίζονται από τα φύλλα. Η καλλιέργειά του στην Ευρώπη φαίνεται να έχει προέλευση την Αρμενία, όπως συμπεραίνεται από τον Διοσκουρίδη, ο οποίος καλεί τους καρπούς του αρμενικά μήλα. Το ονομά βερίκοκα πιθανόν να προέρχεται από το λατινικό πρεκόκκια ή βρεκόκκια, που χρησιμοποιούσαν κατά τον Διοσκουρίδη οι Ρωμαίοι για τα αρμενικά μήλα.
    TOP

    ΚΕΡΑΣΙΑ C.avium (L.) Moench – Κέρασος η γλυκόκαρπη κ.κερασιά Δένδρο ύψους 10-20(-30)m. κορμός καλά ανεπτυγμένος, με οριζόντιους κλάδους. Φλοιός ερυθροκάστανος, απολεπίζεται σε χαρτόμορφες λωρίδες. Νεαροί κλαδίσκοι ισχυροί, γυμνοί. Φύλλα μέχρι 16Χ8 cm, αντωοειδώς επιμήκη μέχρι ελλειψοειδή, οξυκόρυφα, ανόμοια, απλά ή διπλά πριονωτά, με βαθείς αλλά αμβλείς οδόντες, γυμνά επάνω, συνήθως με σωρούς τριχών στο κατώτερο τμήμα των νεύρων κάτω. Μίσχος 2-5cm, με 2 εμφανείς αδένες στην κορυφή. Άνθη λευκά, ανά 2-5 σε απόδισκα σκιάδα. Βράκτια ταξιανθίας μεμβρανώδη, κυρτά. Υπάνθιο καμπανοειδές που στενεύει στο στόμιο. Πέταλα 1-1,5 cm. Ποδίσκος 3-6cm. Άνθηση Απρίλιο – Μάιο. Δρύπη 1-1,5cm, σφαιροειδής, σκουρέρυθρυ (κρενοκίτρινη, ζωηρά ερυθρύ ή μαύρη σε καλλιεργούμενες μορφές), γλυκιά ή πικρή. Πυρήνας σχεδόν σφαοροειδής, λείος. Ωρίμανση Μάιο – Ιούνιο. Ανθεκτικό στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Στην Κ και Ν Ευρώπη, Τουρκία, Καύκασο, ΒΝ Ιράν (σπάνιο ως αυτοφυές στις παραμεσόγειες περιοχές) ευρύτατα καλλιεργείται για τους καρπούς του και ως καλλωπιστικό για τα άνθη και το φθινοπωρινό χρώμα των φύλλων. Με πολλές καλλιεργούμενες ποικιλίες. Μελισσοτροφικό. Από αυτό το είδος προέρχονται οι περισσότερες από τις καλλιεργούμενες κερασιές. Αρκετοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι αυτό το είδος είναι αυτοφυές μόνο στη Δ Ασία, όμως ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται να είναι αβάσιμος, αφού αρχαιολογικές και παλαιοντολογικές ενδείξεις πιστοποιούν την αυτοφυή κατάσταση του στην Ευρώπη. Αναμφίβολα η κέρασος του Θεόφραστου
    TOP

    ΒΥΣΣΙΝΙΑ Α.vulgaris Miller – Κέρασος η κοινή κ.βυσσινιά. Θάμνος ή δένδρο με ύψος μέχρι 10m, με όχι καλά αναπτυγμένο κορμό και με αρκετά παραβλαστήματα. Νεαροί κλαδίσκοι γυμνοί. Φύλλα 6-8 (-12)Χ3-6cm, πλατιά ελλειψοειδή, απλά ή διπλά, λαπτά πριονωτά, γυμνά, γυαλιστερά επάνω, γυμνά ή ελαφρώς χνουδωτά κάτω (τα νεαρά). Μίσχος 1-2cm, συχνά χωρίς αδένες. Άνθη λευκά, ανά 2-4, σε σκιάδα, με δύο μικρά φύλλα στη βάση τους. Βράκτια ταξιανθίας όρθια. Ποδίσκους 2-5cm. υπάνθιο πλατιά καμπανοειδές. Άνθηση Απρίλιο – Μάιο. Δρύπη με διάμετρο 1,5cm, σφαιρική, συνήθως πιεσμένη στην κορυφή, ωχρέρυθρη, με κιτρινωπό,χυμώδες, υπόξινο μεσοκάρπιο. Πυρήνας λείος.
    TOP

    ΜΗΛΙΑ M. sylvestris Miller ssp. Mitis (Wallr.) Mansf. – Μηλιά η οικιακή Δένδρο ύψους 8-12 m, χωρίς αγκάθια. Κλαδίσκοι πιληματώδεις. Φύλλα 4-13Χ3-7cm, ωοειδές ελλειψοειδή, πριονωτά, με στρογγυλεμένη, σπανίως καρδιοειδή βάση, ελαφρώς πιληματώδη επάνω, πυκνά πιληματώδη κάτω. Άνθη λευκά ή ροδόχρωμα , με διάμετρο 4-5cm, ανά 4-6 κορύμβους. Σέπαλα 3-7 mm, γυμνά εξωτερικά, πιληματώδη εσωτερικά. Στύλοι γυμνοί ή αραιά τριχωτοί στη βάση. Καρπός μεγαλύτερος από 5cm, με χρώμα που ποικίλλει, γλυκός ή υπόξινος, πολύ μακρύτερος του ποδίσκου. Θεωρείται είδος με μικρές απαιτήσεις.Είδος υβριδογενούς προέλευσης, με περισσότερες από 1000 καλλιεργούμενες ποικιλίες. Καλλιεργείται ευρύτατα σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και αλλού για τους εδώδιμους καρπούς (μήλα). Συχνά διαφεύγει και σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται ως αυτοφυές. Η καλλιέργεια της μηλιάς ανάγεται σε προϊστορικές εποχές. Στην ομηρική εποχή καλλιεργείται ευρέως με άλλα οπωροφόρα δέντρα. Στην εποχή του Θεόφραστου υπάρχουν ήδη διάφορες παραλλαγές (γλυκεία, εαρινή, οξεία). Ο Διοσκουρίδης αναφέρει τα μερίμηλα ή γλυκύμηλα τα δυσερμήνευτα ηπειρωτικά μήλα και τα αγριόμηλα.
    TOP

    ΡΟΔΑΚΙΝΙΑ P. vulgaris Miller – Περσική η κοινή κ.ροδακινιά Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δένδρο με ύψος μέχρι 8m. Φλιοιός με επιμηκείς σχισμές, γκριζοκάστανος. Κλαδίσκοι γωνιώδεις, ευθείς, γυμνοί, ερυθρωποί. Άνθη πενταμέρη ροδόχρωμα μέχρι ερυθρά, μερικές φορές λευκά με διάμετρο 2-3,5cm, σχεδόν απόδισκα, μεμονωμένα ή σε ζευγή, εμφανίζονται πριν από τα φύλλα ή μαζί με αυτά. Υπάνθιο σταμνόμορφο. Σέπαλα πιληματώδη. Πέταλα 1-2cm. Στήμωνες 20-30. Ωοθήκη επιφυής. Φαίνεται ότι κατά την εποχή τπυ Πλίνιου και Διοσκουρίδη (1ος μ.Χ. αιώνας) καλλιεργείται σε ευρεία κλίμακα. Για τους Έλληνες της εποχής εκείνης είναι τα ροδάκινα, δουρακινά και δωρακινά.
    TOP

    ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑ P. domestica L. – Προύνος η οικιακή δαμασκηνιά Μικρό δένδρο με ύψος μέχρι 12m. Τα καλλιεργούμενα φυτά με ευθείς, χωρίς αγκάθια κλάδους, ενώ τα ευρισκόμενα σε άγρια κατάσταση συχνά αγκαθωτά. Φλοιός καστανός. Κλαδίσκοι γυμνοί ή συνήθως χνουδωτοί. Φύλλα μέχρι 10Χ6cm, ελλειψοειδή μέχρι επιμήκη, χνουδωτά τα νεαρά, αραιά τριχωτά στα νεύρα στην κάτω επιφάνεια. Μίσχος 2cm. άνθη λευκά, με διάμετρο 1,5-2,5cm, ανά 2-4, σε δέσμες, εμφανίζονται ταυτόχρονα με τα φύλλα. Ποδίσκος μέχρι 2cm.Άνθηση Μάρτιο – Απρίλιο. Πολυάριθμες καλλιεργούμενες ποικιλίες ανήκουν στο ssp. domestica και χαρακτηρίζονται από τους μεγάλους καρπούς, την απουσία αγκαθιών , τους γυμνούς νεαρούς κλαδίσκους, ποδίσκους και φύλλα καθώς και τον πιεσμένο, με τρόπιδα πυρήνα, που συχνά εύκολα αποχωρίζεται από το μεσοκάρπιο.
    TOP

    ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ η εκατόφυλλη Όνομα : Rosa centifolia L., τριανταφυλλιά μαγιάτικη. Οικογένεια : Rosaceae, ροδώδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος το αναφέρει ως «εκατοντάφυλλον ρόδον». Επίσης αναφέρεται από τον Ανακρέοντα, τη Σαπφώ, τον Πλίνιο κ.ά. Τα τριαντάφυλλα τα χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή αρωμάτων και αρωματικών αλοιφών. Περιγραφή : Είναι φυλλοβόλος θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό με μεγάλα αγκάθια, ύψους 1-2 μ., φύλλα σύνθετα από 5-7 φυλλάρια πράσινα και άνθη μεγάλα, εύοσμα, ρόδινα-ροδοκόκκινα. Οικολογία : Στη χώρα μας καλλιεργείται στους κήπους και πάρκα, ενώ στη Γαλλία αποτελεί τη βάση για την παραγωγή του ροδέλαιου. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά. Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1,50 επί 2 μ. Άνθηση : Μάιος. Συλλογή : Τα τριαντάφυλλα λίγο πριν ανοίξουν, τις πρωινές ώρες. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα τριαντάφυλλα περιέχουν αιθέριο έλαιο (ροδέλαιο) που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην αρωματοποιία. Είναι επίσης κατάλληλα για την παρασκευή γλυκού κουταλιού που θεωρείται ότι έχει καθαρτικές ιδιότητες
    TOP

    ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ η δαμασκηνή Όνομα : Rosa damascena Mill., τριανταφυλλιά η βουλγάρικη, τριανταφυλλιά η μαγιάτικη. Οικογένεια : Rosaceae, ροδώδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από πανάρχαιας εποχής. Από τα τριαντάφυλλα παρασκεύαζαν αρώματα και αρωματικές αλοιφές. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι υπήρχαν πολλά είδη ρόδων (πεντάφυλλα, δωδεκάφυλλα, εικοσάφυλλα, εκαντοντάφυλλα), ενώ ο Ηρόδοτος εκθειάζει τα θαυμάσια ευοσμότατα εξηκοντάφυλλα ρόδα της Μακεδονίας. Περιγραφή : Είναι φυλλοβόλος θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, με πυκνά αγκάθια, ύψους 1,30-1.50 μ., φύλλα σύνθετα από 5-7 φυλλάρια, προμήκη-αυγοειδή και άνθη με τριάντα πέταλα, ευοσμότατα ρόζ-ροδοκόκκινα Οικολογία : Στη χώρα μας καλλιεργείται σε κήπους, σε πάρκα και για πειραματικούς σκοπούς, ενώ στη Βουλγαρία σε μεγάλες εκτάσεις για την παραγωγή ροδέλαιου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέσης συστάσεως-πλούσια ποτιστικά, στραγγερά. Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1,20-1,40 επί 1,50-1,80 μ. Άνθηση : Απρίλιος - Μάιος. Συλλογή : Τα τριαντάφυλλα λίγο πριν ανοίξουν, τις πρωινές ώρες. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Από τα τριαντάφυλλα λαμβάνεται το ροδέλαιο και το ροδόσταγμα (ροδόνερο), που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία. Απ΄ τα ροδοπέταλα παρασκευάζεται γλυκό του κουταλιού (ροδοζάχαρη), που θεωρείται ότι έχει καθαρτικές ιδιότητες.
    TOP

    ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ η ελληνική Όνομα : Rosa francofurtana var. Agatha Th., τριανταφυλλιά απριλιάτικη ή μαγιάτικη. Οικογένεια : Rosaceae, ροδώδη. Ιστορικό : Είναι φυτό που καλλιεργείται κυρίως σε μοναστήρια. Περιγραφή : Είναι φυλλοβόλος θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό με πολλά αγκάθια, ύψους 1-1,5 μ., φύλλα σύνθετα από 5-7 φυλλάρια, πρασινοκίτρινα και άνθη με τριάντα πέταλα, εύοσμα, ρόδινα. Οικολογία : Καλλιεργείται σε μικρή έκταση στο μοναστήρι των Ταξιαρχών του Αιγαίου, καθώς και για πειραματικούς σκοπούς. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας-πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά, στραγγερά. Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και παραφυάδες που δημιουργούνται άφθονες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1,20 επί 1,50 μ. Άνθηση : Μάιος. Συλλογή : Τα τριαντάφυλλα λίγο πριν ανοίξουν, τις πρωινές ώρες. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα τριαντάφυλλα περιέχουν αιθέριο έλαιο (ροδέλαιο), όμοιο σχεδόν με εκείνο της βουλγάρικης τριανταφυλλιάς, κατάλληλα για την αρωματοποιία. Απ΄ αυτά επίσης παρασκευάζεται γλυκό του κουταλιού (ροδοζάχαρη) που θεωρείται ότι έχει καθαρτικές ιδιότητες
    TOP

    ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ R. sanctus Schreber aggr. – Βάτος ο αιματώδης, βάτα Θάμνος ύψους 1-2m. Άνθη ροδόχρωμα, σε πολυανθείς, μεγάλες, συνήθως αραιές, υπόλευκες φόβες. Σέπαλα ωοειδώς επιμήκη, οξυκόρυφα, πιληματώδη, κυρτά. Πέταλα 8-13 mm, αντωοειδή μέχρι σχεδόν κυκλικά. Νήματα ισομήκη ή βραχύτερα των στύλων, συνήθως ροδόχρωμα. Άνθηση Ιούνιο – Αύγουστο. Κοινόκάρπιο με μικρές, πολυάριθμες, μαύρες, όχι τόσο χυμώδεις δρύπες, που δεν ξεκολλούν εύκολα από το υπάνθιο. Σε αραιούς θαμνώνες, πετρώδεις πλαγιές, όχθες ποταμών, σταθεροποιημένους αμμόλοφους και παράκτιες θέσεις
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Rutaceae (Aurantiaceae), ρουτίδη ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΗ Όνομα : Citrus sp., Fortunella sp., Poncirus sp., ξυνά, ξυνόδενδρα. Οικογένεια : Rutaceae (Aurantiaceae), ρουτίδη. Ιστορικό : Είναι φυτά γνωστά απ’ την αρχαιότητα, που τα καλλιεργούσαν στην Κίνα και στην Παλαιστίνη, απ’ όπου μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ο Θεόφραστος αναφέρει για την καλλιέργεια του κίτρου. Περιγραφή : Τα εσπεριδοειδή που καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι η πορτοκαλιά, η λεμονιά, η μανταρινιά, η νεραντζιά, η κιτριά, το περγαμότο, το βοτρυόκαρπο ή γκρέιπ-φρούτ και το κούμ-κουάτ. Όλα είναι δένδρα αειθαλή με ισχυρό κορμό, ύψους 2-5 μ.. Τα φύλλα, τα άνθη και οι καρποί ποικίλλουν ανάλογα με το είδος του φυτού. Οικολογία : Καλλιεργούνται σε θερμές παραθαλάσσιες και νησιώτικες περιοχές, όπου η θερμοκρασία δεν παρατείνεται πολύ κάτω από το μηδέν και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά. Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο (σπέρματα) σε σπορείο και με εμβολιασμό, σπανιότερα δε με μοσχεύματα και με καταβολάδες. Άνθηση : Άνοιξη και πολλές φορές μέχρι το καλοκαίρι. Προϊόντα που λαμβάνονται : Εκτός από τους εύχυμους καρπούς που είναι το κύριο προϊόν, λαμβάνονται και αιθέρια έλαια τόσο απ’ τους φλοιούς των καρπών, όσο και απ’ τα άνθη, τα φύλλα και τους βλαστούς. Ιδιότητες : Είναι φυτά εδώδιμα, αρωματικά, φαρμακευτικά και μελισσοτροφικά. Τα αιθέρια έλαια χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία, στην ποτοποιία και στην ζαχαροπλαστική
    TOP

    ΙΤΙΑ S. caprea L. – Ιτιά η αίγειος Θάμνος ή μικρό δένδρο, ύψους 3-10cm. Φλοιός στην αρχή λείος, πρασινογκρίζος, αργότερα με σχισμές, κιτρινωπός. Κλαδίσκοι στην αρχή χνουδωτοί, αργότερα γυμνοί. Αποφλοιωμένο ξύλο λείο ή με λίγες ασθενείς ραβδώσεις. Νεαροί κλαδίσκοι στην αρχοί τριχωτοί, αργότερα σχεδόν γυμνοί. Οφθαλμοί επιμήκως ωοειδείς, αμβλυκόρυφοι, μελανωποί. Άνθοι σε σχεδόν απόδισκους ιούλους, που εμφανίζονται πριν από ταφύλλα.Οι αρσενικοί 2-3,5Χ1,5-2cm, επιμήκως ωοειδείς, κάθε άνθος με 2 στήμονες και νήματα γυμνά. Οι θηλυκοί μήκους 3-7cm, στην καρποφορία, επιμήκεις, κάθε άνθος με 1 νεκτάριο και ωοθήκη φιαλόμορφη, πιληματώδη. Άνθηση Μάρτιο – Απρίλιο. Με καλή ανάπτυξη σε νωπά, περιεκτικά σε οργανική ουσία εδάφη. Αναπτύσσεται και σε ξηρά , άγονα εδάφη, συμπεριφέρεται ως πρόδρομο είδος και δημιουργεί προδάσος. Κατάμήκος ρευμάτων και σε διάκενα φυλλοβόλων δασών. Στην ηπειρωτική χώρα και Θάσο.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Scrophulariaceae ΦΛΟΜΟΣ Φλόμος ή ο άρρην Θάψος. Vercasum Thapsus. Κοινώς φλώρος καλάνθρωπος. Αγίου Ιωάννου λαμπάδα, Γλώσσα. Σπλώνος στη Ζάκυνθο και Σκλώνος στη Κέρκυρα. Ανήκει στην οικογένεια των Γρομφαδιωδών. Από το φυτό αυτό υπάρχουν 44 είδη στην Ελλάδα και μεταξύ αυτών, ο Θήλυς η Κυματόφυλος κοινώς φλασκίνα στη Σπάρτη και αβδελόχορτο και μελίσαντρος. Είναι φυτό αυτοφυές σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας. Φυτό δίχρονο με ύψος 1-1,5 μέτρο, σκεπασμένο
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΙΑ : Solanaceae ΚΑΠΝΟΣ Nikotiana tabacum ή καπνός , ένα ενδημικό από την Τροπική Αμερική είναι το φυτό το οποίο καλλιεργήθηκε σαν κύρια πηγή του καπνού. Ο καπνός καλλιεργείται από την προ-Κολομβιανή εποχή. Τα φυτά φθάνουν 3-10 πόδια και είναι εντελώς φανταχτερά όταν είναι σε άνθηση. Άνθηση : Ο καπνός μέσα στα θερμοκήπια είναι ανθισμένος όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τα ροδαλά άνθη είναι 11/2 ίντσες μακριά και μέχρι 1 ίντσα φαρδιά. Αποδοτική καλλιέργεια : Nicotiana tabacum χρειάζεται ένα καλά αποστραγγισμένο, εύφορο έδαφος να συνδυάζει πάρα πολύ ήλιο και μερική σκιά.. Το έδαφος πρέπει να παραμένει σε σταθερό επίπεδο υγρό για την βέλτιστη ανάπτυξη. Δεν ανέχονται την ξηρασία. Τα φυτά πρέπει να λιπαίνονται εβδομαδιαία καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου με μια ισορροπημένη ποσότητα λιπάσματος η οποία χρησιμοποιείται για έξτρα ενδυνάμωση. Τα κεφάλια των ξεθυμασμένων ανθών πρέπει να αφαιρεθούν για να συνεχίζει το φυτό να ανθίζει. Αυτά μπορούν να γίνουν χορταριασμένα ,αν δεν γίνει αυτό εν τέλει μαραίνεται.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΙΑ : Tiliaceae, τιλιίδη ΤΙΛΙΟ Όνομα : Tilia cordata Mill., τίλιο το καρδιόφυλλο, φιλύρα, τίλια, φιλούρα, φλαμουριά, λίπα, φιλουριά, φλουριά, σφεντάμι. Οικογένεια : Tiliaceae, τιλιίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος αναφέρει την αρσενική και τη θηλυκή φιλύρα. Περιγραφή : Είναι φυλλοβόλο δένδρο. Έχει κορμό, με κλαδίσκους γυμνούς, πρασινοκαστανούς, ύψους 15-25 μ., φύλλα εναλλασσόμενα, καρδιοειδή με την άνω επιφάνεια λεία, βαθυπράσινη, την κάτω σταχτοπράσινη και άνθη κιτρινόασπρα. Οικολογία : Αυτοφύεται σε δάση κοντά σε υγρά μέρη κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας-πλούσια, ποτιστικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο αμέσως μετά τη συλλογή του, με παραφυάδες και με φυτά που αναπτύσσονται κάτω από μεγάλα δέντρα. Η φύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 6-8 μ. Άνθηση : Ιούνιος - Ιούλιος. Συλλογή : Τα άνθη μαζί ή χωρίς τα παράνθια φύλλα σε πλήρη άνθηση. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα άνθη χρησιμοποιούνται ως αφέψημα (τσάι) και θεωρούνται ευστόμαχα αντιβηχικά, σπασμολυτικά, μαλακτικά, αντικαταρροϊκά, αποχρεμπτικά, μαλακτικά, διουρητικά, αντιπαχυντικά και εφιδρωτικά. Το ξύλο είναι μαλακό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ξυλόγλυπτων, παιχνιδιών επίπλων και σπίρτων.

    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Umbelliferae ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ Πιμπινέλη η κοινή. Pimpinella Communis. Κοινώς γλυκάνισο. Ανήκει στην οικογένεια των σκιαδοφόρων. Φυτό ποώδες, μονόχρονο, που καλλιεργείται για τους σπόρους του από την αρχαία εποχή. Οι σπόροι του φαρμακευτικοί, αρωματικοί αρτυματικοί. Συνήθως χρησιμεύει άρτυση γλυκισμάτων και άρτων, για αρωματισμό ποτών, για βραστάρια, γιατί είναι ευστόμαχο και για παραγωγή αιθέριου ελαίου, που είναι χρήσιμο στη φαρμακοποιία, ποτοποιία και μυροποιία.Έχει άνθη μικρά λευκά σε σκιάδια αρκετά μεγάλα. Φύλλα με μεγάλες στρόγγυλες περιφέρειες και τρεις λοβούς. Στέλεχος με λεπτές ραβδώσεις, διακλαδιζόμενο. Καρπό αυγοειδή, χνουδωτό. Ανθίζει τον Ιούλιο-Αύγουστο. Φτάνει σε ύψος τους 50 πόντους. Χρησιμεύει ο σπόρος του, που μαζεύεται ώριμος τον Σεπτέμβριο
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΙΑ : Valerianaceae, βαλεριανίδη ΒΑΛΕΡΙΑΝΑ Όνομα : Valeriana officinalis L., βαλεριάνα η φαρμακευτική, αγριοζαμπούκος, μυριστική. Οικογένεια : Valerianaceae, βαλεριανίδη. Ιστορικό : Η βαλεριάνα αναφέρεται για πρώτη φορά από συγγραφείς του 9ου αιώνα, ενώ η χρησιμοποίησή της τόσο ως φαρμακευτικό φυτό, όσο και ως καρύκευμα άρχισε τον 11ο αιώνα, από τους αγγλοσάξονες. Έκτοτε επεκτάθηκε στον υπόλοιπο κόσμο. Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό μονοστέλεχο, με αυλάκια κατά μήκος, ύψος 1-1,30 μ., φύλλα αντίθετα, φτεροσχιδή με 7-10 ζευγάρια λογχοειδή φυλλαράκια και άνθη ρόδινα ή άσπρα, σε ακραίους κορύμβους. Οικολογία : Αυτοφύεται σε αραιά δάση ή υγρές περιοχές της Θεσσαλίας και της Βόρείας Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.. Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος. Συλλογή : Οι ρίζες το φθινόπωρο του ίδίου χρόνου αν τα φυτά προέρχονται από παραφυάδες και τον επόμενο χρόνο αν ο πολλαπλασιασμός έγινε με σπόρο. Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Από τις ρίζες παρασκευάζονται φάρμακα καταπραϋντικα του νευρικού συστήματος. Οι ρίζες θεωρούνται επίσης αντισπασμωδικές, αντιεπιληπτικές, αντιπυρετικές, ανθελμινθικές, αντιδιαβητικές, ευστόμαχες και τονωτικές. Σε μεγάλες δόσεις προκαλούνται πονοκέφαλοι, διανοητικοί ερεθισμοί, οπτικές απάτες, ζαλάδες, ταραχές και ανησυχίες. Εξάλλου από τις ρίζες λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Verbenaceae, βερβενίδη ΒΕΡΒΕΝΑ Όνομα : Verbena officinalis L., βερβένα η φαρμακευτική, ιεροβοτάνη, σταυρόχορτο, σπυροχόρτι, άγρια χαμάνδρυα, σπληνοχόρτι. Οικογένεια : Verbenaceae, βερβενίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Πρόκειται για την ιεροβοτάνη του Διοσκουρίδη, που την εποχή εκείνη τη θεωρούσαν επουλωτική και παυσίπονη. Αναφέρεται επίσης ότι οι Δρυίδες απέδιδαν σ’ αυτή μαγικές ιδιότητες, ενώ οι Ρωμαίοι και οι Γαλάτες τη χρησιμοποιούσαν στις θρησκευτικές τελετές. Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα αντίθετα αυγοειδή ή προμήκη με λοβούς φτεροσχιδείς και άνθη μικρά, κυανά ή ιώδη, σε επιμήκεις στάχεις. Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και κατά μήκος των δρόμων σ’ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.. Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος. Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση. Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα του θεωρείται εφιδρωτικό, αντιπυρετικό, ευστόμαχο, επουλωτικό, τονωτικό, διουρητικό, γαλακτογόνο, εμμηναγωγό και αντιδιαρροϊκό
    TOP

    ΛΥΓΑΡΙΑ Όνομα : Vitex agnus-castus L., βίτεξ ο αγνός, αγνιά, αλυγαριά, λυγιά, καναπίτσα, λύγος, δένδρο της αγνότητας. Οικογένεια : Verbenaceae, βερβενίδη. Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα που το θεωρούσαν πολύ αντιαφροδισιακό. Αναφέρουν ότι κατά τα θεσμοφόρια, οι γυναίκες για να κατευνάσουν τις ορμές τους χρησιμοποιούσαν για στρώματα φύλλα λυγαριάς. Περιγραφή : Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δένδρο. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό, ύψους 1-2 μ., φύλλα παλαμοειδή με 5-7 λογχοειδή φυλλαράκια πολύ χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια και άνθη μπλε ή κόκκινα, σε διακλαδεσμένο στάχυ ή βότρυ. Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και στις κοίτες ποταμιών και ρυακιών σ’ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, υγρά. Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1,20-1,50 επί 1,50-2 μ. Άνθηση : Ιούλιος – Σεπτέμβριος. Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση. Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι ανθοφόροι βλαστοί περιέχουν αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρούνται στυπτικοί, αεραγωγοί, διαλυτικοί, ευστόμαχοι, ορεκτικοί, αντιαφροδισιακοί, αποχρεμπτικοί, εντομοδιοκτόνοι και ναρκωτικοί. Το αιθέριο έλαιο είναι μικροβιοκτόνο.
    TOP

    ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Vitaceae (Ampelidaceae) ΑΜΠΕΛΙ ΑΜΠΕΛΙ (VITIS VINIFERA) Το αμπέλι ανήκει στη οικογένεια Vitaceae (Ampelidaceae) της τάξης Rhamnales της κλάσης των δικοτυλήδονων . Το αμπέλι είναι θαμνώδες φυτό με έρπουσα ή αναρριχώμενη ανάπτυξη. Φέρει φύλλα έλλοβα, μεγάλα και έλικες έναντι των φύλλων. Τα άνθη του είναι μικρά, ακτινόμορφα και φέρονται σε φόβες. Η ωοθήκη είναι δίχωρος επιφυής. Οι στήμονες είναι επιπέταλοι. Ο καρπός είναι ράγα. Το αμπέλι είναι ιθαγενές και ευκράτου ζώνης. Στην Ελλάδα καλλιεργείται από αρχαιοτάτων χρόνων       http://kynigos.net.gr/bees/fyta/mel_fyta.php